" Zητάτε και θα σας δοθεί, Γυρεύετε και θα βρείτε, Xτυπάτε και θα σας ανοιχτεί, Γιατί, ο καθένας που ζητάει, παίρνει κι εκείνος που γυρεύει, βρίσκει και σ εκείνον που χτυπάει, θ' ανοιχτεί."

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Γιατί ο Θεός επιτρέπει τους πόνους στη ζωή μας

Γνωρίζουμε ότι η υπομονή είναι πολύτιμη αρετή, που μας καθιστά αρεστούς στον Θεό. Αλλά η άσκηση της υπομονής δεν είναι καθόλου εύκολο κατόρθωμα. Θέλει βέβαια επιστράτευση ψυχικών δυνάμεων.
Θέλει οπωσδήποτε θερμή και πολλή προσευχή για να έλθει η χάρις του Θεού και να δυναμώσει την ψυχή. Αλλά θέλει και σκέψεις πνευματικές, για να παρηγορείται και να ενισχύεται η ψυχή.

Ένα γεγονός θα σου διηγηθώ, αδελφέ, που συνέβη κάποτε και έχει γραφεί και δίδει την ευκαιρία πολλών σκέψεων για να απαντηθεί το ερώτημα, γιατί ο Θεός επιτρέπει τους πόνους στη ζωή μας;

Κάποτε, ενώ ήταν χειμώνας και νύχτα, ναυάγησε ένα μικρό αλιευτικό πλοιάριο στις ακτές του Καναδά. Ο πλοίαρχος και ο γιος του, μοναδικοί επιβάτες του μικρού αλιευτικού, βγήκαν στην ακτή κολυμπώντας,
με βρεγμένα ρούχα και σε άσχημη κατάσταση. Γλύτωσαν από τον κίνδυνο του πνιγμού. Τώρα όμως θα πέθαιναν από το κρύο και τα βρεγμένα ρούχα. Ενώ ο πατέρας βρισκόταν σε απόγνωση, είδε, στο
βάθος του δάσους που εκτεινόταν μπροστά τους, ένα αμυδρό φως. Ήταν η μοναδική ελπίδα.


Το μέρος ήταν έρημο και άγνωστο. Πουθενά δεν φαινόταν κάποια κατοικία. Πατέρας και γιος άρχισαν λοιπόν να βαδίζουν προς το αμυδρό φως που έβλεπαν στο δάσος τρέμοντας, βέβαια, από το κρύο,
καθώς ήταν μούσκεμα. Εάν έφθαναν εγκαίρως στο φως και έβρισκαν κάποια περιποίηση, θα γλύτωναν το βέβαιο θάνατο.

Εκεί όμως που βάδιζαν, ο γιος άρχισε να μουδιάζει, γατί τα βρεγμένα ρούχα και το πολύ κρύο τον πάγωναν. Το βάδισμά του έγινε πολύ δύσκολο και διέτρεχε τον κίνδυνο να μουδιάσουν τα πόδια του
περισσότερο και να μην μπορούν να βαδίσουν καθόλου. Ο πατέρας κοίταζε να ενισχύσει το παιδί του και να το ενθαρρύνει, ώστε να συνεχίσει να περπατά. Μα δυστυχώς το μούδιασμα των ποδιών
αυξανόταν και η δυσκολία του βαδίσματος γινόταν δυσχερέστερη.

Τότε ο πατέρας σοφίστηκε το εξής τέχνασμα: απέσπασε ένα κλαδί από ένα δένδρο που βρέθηκε δίπλα του και με το κλαδί αυτό άρχισε να χτυπά τα πόδια του παιδιού, το οποίο δεν μπορούσε πια
σχεδόν καθόλου να βαδίσει. Ο γιος διαμαρτυρήθηκε στην αρχή γιατί τον χτυπούσε ο πατέρας. Και ο πατέρας, με πονεμένη αλλά στοργική φωνή, του απάντησε:
- Παιδί μου, πρέπει να βαδίσεις! Νίκησε το μούδιασμα των ποδιών σου και προχώρα!
- Πατέρα, δεν μπορώ! Φώναξε το παιδί. Τα πόδια μου μουδιάζουν όλο και περισσότερο!

Τότε ο πατέρας έσφιξε την καρδιά του και άρχισε να χτυπά στα πόδια το παιδί του πολύ δυνατότερα. Τα πόδια του παιδιού μάτωσαν, αλλά εξαναγκάστηκε να βάλει τα δυνατά του και να συνεχίσει το
περπάτημα. Τελικά, κουτσαίνοντας και με μόχθο, έφθασε μαζί με τον πατέρα του στο σπιτάκι στο οποίο έβλεπαν το φως.

Ήταν ματωμένα τα πόδια του και πληγιασμένα από το ράβδισμα με την κλάρα, που είχε αποσπάσει ο πατέρας από το δέντρο.

Το παιδί βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, αλλά ήδη είχαν φθάσει στο σπίτι. Εκεί απόλαυσαν αμέσως τη στοργή και την περιποίηση. Και έτσι σώθηκαν, πατέρας και γιος, από το βέβαιο θάνατο.
Τι έκανε ο πατέρας; Θλιβερό καθήκον! Εξαναγκάστηκε να χτυπά το παιδί του στα πόδια δυνατά για να το αναγκάσει να φτάσουν στο σπίτι της σωτηρίας. Πικρό το μέσο, αλλά σωτήριο για τη ζωή τους.

Αυτό γίνεται πολλές φορές στη ζωή. Ο Θεός Πατέρας που μας αγαπά, θέλει οπωσδήποτε τη σωτηρία μας. Κάποτε εμείς οι άνθρωποι αμελούμε και κωφεύουμε στη φωνή Του. Και τότε ο Θεός Πατέρας
από στοργή επιτρέπει κάποιο μαστίγωμά μας, για να ξυπνήσουμε από το λήθαργο της ψυχικής αμέλειας και να αφυπνιστούμε πνευματικά. Επιτρέπει ο Θεός θλίψεις και δοκιμασίες για πνευματική μας
ωφέλεια. «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» ( Παροιμ. γ΄,12 ). Πικρό το ποτήριο του πόνου, αλλά σωτήριο.

Αδελφέ μου, τίποτε δεν γίνεται τυχαία. Το ότι ο Θεός επέτρεψε αυτή τη δοκιμασία την οποία περνάς, σημαίνει ότι έχει το σοφό σχέδιό Του. Είναι για το καλό σου. Δέξου τη θλίψη σαν επίσκεψη Θεού.
Υποτάξου στο θέλημα του Θεού. Παρακάλεσε μεν τον Θεό να σε βγάλει από τη δοκιμασία και να σου πάρει τον πόνο. Και παρακάλεσε και πάλιν και πολλάκις, με επιμονή και πίστη, να σου αφαιρέσει ο Θεός
την δοκιμασία. Αλλά, αν η αγαθότης Του δεν σου αφαιρεί τη θλίψη, δείξε υπομονή και υποταγή.

Είπε μες στην καρδιά σου: «Κύριε, γενηθήτω το θέλημά Σου. Όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις Εσύ». Ειπέ μαζί με τον Κεμπήσιο Θωμά: «Κύριε, αν θες να είμαι στο φως, έσο ευλογημένος. Εάν θες να
μην είμαι στο φως, πάλιν έσο ευλογημένος. Εάν θες να έχω χαρά, έσο ευλογημένος. Εάν θες να έχω θλίψη και δοκιμασία, πάλιν έσο ευλογημένος». Η υπομονή σου, αδελφέ μου, και η υποταγή σου στον
Θεό ανεβαίνουν ως θυμίαμα ενώπιον του θρόνου της θείας χάριτος.


Είναι άπειρα τα παραδείγματα ανθρώπων που σώθηκαν από βέβαιη ψυχική καταστροφή με το ξύπνημα το πνευματικό, που τους έφερε μια δοκιμασία στη ζωή. Άκουσα με τα αυτιά μου κάποιους να λέγουν:
«Έχασα την υγεία μου, αλλά βρήκα την υγεία της ψυχής μου. Και είμαι ευτυχής» ή «Γνώρισα τον Θεό μέσα από τη θλίψη και τη δοκιμασία. Ήμουν βουτηγμένος στην αμαρτία και ο Θεός επέτρεψε να χάσω το
εμπόριό μου και να βυθιστώ στην φτώχεια. Μα άνοιξαν τα μάτια μου στο φως της πίστεως! Και ζω τώρα πολύ φτωχότερα, αλλά πολύ περισσότερο ευτυχισμένος».

Επίσης, είδα πολλές φορές στη ζωή μου πονεμένους και πενθούντας για τον θάνατο προσφιλών τους προσώπων ανθρώπους, οι οποίοι ζούσαν ως τότε τελείως ξένοι προς την Εκκλησία, μετά όμως από το
φρικτό φαρμάκι του πόνου, τους είδα να αλλάζουν τρόπο ζωής, να αφυπνίζονται πνευματικά, να ενδιαφέρονται για τη μετά θάνατον ζωή, που ως τότε δεν τους είχε απασχολήσει, να βρίσκουν την παρηγοριά
τους στην Εκκλησία και να σώζονται πνευματικά.

Το σχέδιο του Θεού στη ζωή μας, αδελφέ μου, είναι σοφό και στοργικό. Να τα δεχόμαστε όλα από το χέρι του Θεού με υποταγή, ταπείνωση και πιστότητα στην αγάπη Του. Υπάρχουν στιγμές που είναι
συμφέρον για εμάς κάποιος πόνος ή κάποια δοκιμασία. Εμεί είμαστε πολλές φορές κοντόφθαλμοι. Ο Θεός βλέπει πολύ μακρύτερα από εμάς.

Έχω δει πλειστάκις και στην προσωπική μου ζωή, κάτω από μια δοκιμασία να κρύβεται μεγάλη ψυχική ωφέλεια. Έχω δει το χέρι του Θεού πολλές φορές στη ζωή μου, αδελφέ, άλλοτε να με θεραπεύει και
άλλοτε να με χαστουκίζει. Όμως πάντοτε είδα ότι το χέρι ήταν στοργικό και αποβλέπει στη δική μου σωτηρία.

Αρχάγγελος Ουριήλ



Ουριήλ σημαίνει «ο Θεός είναι φως».

Γεγονός είναι πως γι’ αυτόν δεν έχουμε καμία αγιογραφική τεκμηρίωση, όμως αντλούμε αρκετές σχετικές πληροφορίες από την Ιουδαϊκή και τη Χριστιανή παράδοση.

Προβάλλεται ως ο Αρχάγγελος του Άδη, με ειδική μάλιστα αποστολή και λειτούργημα την επιμέλεια των ψυχών. Σε όραμα που είδε ο Άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής
«της κατ’ Αλεξάνδρειαν» (4ος αιώνας μ.Χ.), ο Ουριήλ ήταν «αρχηγός αγγελικής παράταξης, λευκός σαν το χιόνι, ολοφώτεινος και σαγηνευτικός»
(βλ.: «Ένας ασκητής επίσκοπος», Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, 2004). Είναι ο Αρχάγγελος που ζει τη δυστυχία των κολασμένων και με βαθιά συμπόνια σ’ αυτούς,
ψάλλει τον όγδοο στίχο του ογδοηκοστού πρώτου ψαλμού: «Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην», προσεύχεται να έλθει γρήγορα η ημέρα της Κρίσεως.

Μαζί με τον Ουριήλ προσδοκούμε κι εμείς τη Δεύτερη του Χριστού Παρουσία και ικετεύουμε τον Αρχάγγελο Ραφαήλ να σταθεί ως τότε βοηθός πλάι μας,
φύλακας του σώματος και της ψυχής μας, όπως κάποτε στον Τωβίτ.

Εμείς οι άνθρωποι το ελπίζουμε…

Αρχάγγελος Ραφαήλ

Ραφαήλ σημαίνει «ο Κύριος θεραπεύει», «ικανοποιεί τα αιτήματα».
Κάθε όνομα στην Παλαιά Διαθήκη έκρυβε έναν συμβολισμό ή ένα μήνυμα. Στο βιβλίο της Αγίας Γραφής «Τωβίτ», διαβάζουμε πως ο γέροντας Τωβίας έστειλε το γιο του Τωβίτ στους Ράγους της Μηδίας
για να ζητήσει από το Γαβαήλ τα δανεικά που του είχε δώσει, έτσι ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής καθώς εκείνος θα πέθαινε. Το μακρύ αυτό ταξίδι ο Τωβίτ το έκαμε με έναν
υπέροχο συνοδό, που του στάθηκε ως το τέλος απαραίτητος βοηθός, το Ραφαήλ.


Κατά τη Γραφή ο Ραφαήλ ήταν «άγγελος Κυρίου» που συμπορεύτηκε μαζί του και που τον βοήθησε να επιστρέψει πίσω σώος και αβλαβής.

Ως Αρχάγγελος ο Ραφαήλ χαρακτηρίζεται στον έξω βιβλικό χώρο, σε πατερικά ή ασκητικά κείμενα.

Ο Ραφαήλ θεωρείται ως ένας «εκ των επτά αγγέλων» της Αποκάλυψης του Ιωάννη, που κρατώντας χρυσό θυμιατήρι προσφέρει στο θρόνο του Θεού τις προσευχές του λαού (Αποκ. 8, 3-5).

Αρχάγγελοι, Άγγελοι και Τάγματα

Οι Άγγελοι ως πνεύματα είναι άυλοι, ασώματοι, δεν διακρίνονται σε φύλα ούτε πολλαπλασιάζονται αλλά ούτε και αποθνήσκουν.
Δημιουργήθηκαν πριν από τον άνθρωπο και πριν από την δημιουργία του ορατού κόσμου. Ο αριθμός τους είναι ανυπολόγιστος και απροσμέτρητος.
Ο Ιησούς στη Γεσθημανή μιλάει για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες Αγγέλων.


Όλοι οι Άγγελοι είναι οργανωμένοι σε τάγματα ή αλλιώς σε τάξεις. Τα Τάγματα των Αγγέλων είναι εννέα, τα οποία ταξινομούνται σε τρείς τρίχορες ταξιαρχίες κατά τον εξής τρόπο:
Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι , / Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες , / Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι.

Ιδιώματα των ιεραρχιών:

Η πρώτη ιεραρχία έχει ως ιδίωμα την πύρινη σοφία και την γνώση των ουρανίων, ενώ έργο της ο Θεοπρεπής ύμνος τους «γελ».

Η δεύτερη ιεραρχία έχει ως ιδίωμα τη διευθέτηση των μεγάλων πραγμάτων και την διενέργεια των θαυμάτων, ενώ έργο τους είναι ο τρισάγιος ύμνος «Άγιος, Άγιος, Άγιος».

Τέλος ιδίωμα της τρίτης ιεραρχίας είναι να εκτελούν θείες υπηρεσίες και έργο τους είναι να υμνούν και να δοξολογούν τον Θεό ακατάπαυστα και να πρεσβεύουν υπέρ των ανθρώπων.

Πιστεύω της Εκκλησίας είναι πως για κάθε άνθρωπο, πόλη και Εκκλησία υπάρχει Άγγελος φύλακας – προστάτης.


Οι Άγγελοι αποστέλλονται από τον Θεό για να ενισχύσουν, να βοηθήσουν ή να σώσουν ατομικά ή ομαδικά τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη.
Γενικά είναι λειτουργοί της Θείας Πρόνοιας και στις εμφανίσεις τους όταν ποτέ συμβεί (Αγγελοφάνειες) προσλαμβάνουν ανθρώπινη μορφή ανδρική ή νεανική.

Η Εκκλησία μας τιμάει τους Αγγέλους όπως και τους Αγίους δηλαδή: με γιορτές προς τιμή τους, αφιερώνοντας τη Δευτέρα κάθε εβδομάδας υμνολογικό σ’ αυτούς,
βγάζοντας μερίδα «εις τιμήν και μνήμην τους» (μάλιστα αμέσως μετά τη μερίδα της Παναγίας), με την ειδική ευχή του αποδείπνου «εις φύλακα Άγγελον»,
τον παρακλητικό κανόνα στο φύλακα Άγγελο και άλλο ένα στους Άγιους Αγγέλους.

Με τους παραπάνω τρόπους δίνεται η αφορμή στους πιστούς να ζητούν τη βοήθεια και τη μεσιτεία τους.

Τώρα πέρα από τα ονόματα των εννέα τάξεων η Αγία Γραφή μας φανερώνει και τα προσωπικά ονόματα ορισμένων Αγγέλων.

Γνωρίζουμε τον Γαβριήλ, που σημαίνει «ήρωας του Θεού», από την εμφάνισή του στο προφήτη Δανιήλ, στο προφήτη Ζαχαρία και στη Θεοτόκο.
Γνωρίζουμε τον Μιχαήλ, που σημαίνει «τις ως ο Θεός ημών», ενώ εμφανίζεται πολλές φορές στη Παλαιά Διαθήκη.
Γνωρίζουμε τον Ραφαήλ,που σημαίνει «ο Κύριος θεραπεύει» και εμφανίζεται στον Τωβίτ μεταφέροντας τις ανθρώπινες προσευχές στο θρόνο του Θεού.
Τέλος γνωστός από την εβραϊκή παράδοση είναι και ο Ουριήλ που σημαίνει «ο Θεός είναι φως».

Βίος Αγίου Κυπριανού και Αγίας Ιουστίνης


Οι Άγιοι Κυπριανός και Ιουστίνη
Τα δαιμόνια φρίσσουν μπροστά στο Θεό. Και τρέμουν το σύμβολο του ενσαρκωθέντος Υιού Του, τον Τίμιον Σταυρόν. Δεν έχουν καμία εξουσία στους ανθρώπους πού φέρουν το
όνομα του Χρίστου, πού έχουν ενδυθεί τον Χριστό με το βάπτισμα. Αν είσαι πιστός Χριστιανός, αν ζεις κοντά στο Χριστό και παίρνεις ζωή από τα άχραντα μυστήριά Του,
ο διάβολος δεν μπορεί να σε βλάψει.
Αυτό μας διδάσκει η ιστορία των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, όπου φαίνεται πώς η δύναμη της μαγείας συντρίβεται με τη δύναμη του Χρίστου.



Κυπριανός ο μάγος της Αντιοχείας
Στα βάθη της Μικράς Ασίας υπήρχε άλλοτε η πρωτεύουσα της Πισιδίας Αντιόχεια, πού λεγόταν και Αντιόχεια η Μικρά, για να ξεχωρίζει από την Αντιόχεια την Μεγάλη,
την ξακουστή πρωτεύουσα της Συρίας. Σ’ αυτή την Αντιόχεια της Πισιδίας ζούσε στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, τον 3ον αιώνα μ.Χ. ο φοβερός μάγος Κυπριανός.
Είχε γεννηθεί στην Αντιόχεια και έχοντας άφθονα πλούτη γύρισε όλη την Ανατολή, την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, τη Χαλδαία και την Αίγυπτο για να μάθη τα μυστική αρχαίων
θρησκειών. Στα τριάντα του χρόνια ξαναήρθε στην πόλη του, έχοντας βαθειές γνώσεις φιλοσοφίας και μαγείας. Ήταν πια ονομαστός για τη δύναμη του και οι ειδωλολάτρες
έτρεχαν σ’ αυτόν για να πετύχουν κάθε σκοτεινό τους σχέδιο. Και αυτός με τη μυστική της μαγείας τέχνη καλούσε τα δαιμόνια και τα έστελνε στα ταλαίπωρα θύματά του.

Ποιός μπορούσε να ξεφύγει απ’ τα τεχνάσματα του Μάγου Κυπριανού; Αφού οι δύστυχοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα στην ψεύτικη πίστη των ειδώλων, αφού οι ίδιοι λάτρευαν
τα δαιμόνια, πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία τους; Πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία του αντιπροσώπου τους, του μάγου Κυπριανού;

Αλλ’ όμως στην Αντιόχεια δεν υπήρχαν μόνο ειδωλολάτρη Στην πόλη αυτή, όπως και σ’ όλες τις πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως σ’ όλη την οικουμένη το φώς της
αληθινής πίστεως είχε λάμψει στις Καρδιές χιλιάδων ανθρώπων και το αίμα του Χριστού, πού χύθηκε πάνω στο Σταυρό, είχε γίνει λύτρο για να εξαγορασθούν οι άνθρωποι
από την αιχμαλωσία του διαβόλου. Και σ’ αυτούς (τους Χριστιανούς) δεν είχαν εξουσία τα δαιμόνια του μάγου Κυπριανού.

Ο ίδιος όμως, βυθισμένος μέσα στα σκοτεινά βιβλία της μαγείας, στα επινοήματα αυτά του ψεύδους, δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ο Θεός πού λάτρευαν οι Χριστιανοί,
ο σταυρωμένος Χριστός, θα ήταν δυνατότερος απ’ τα δαιμόνια. Βρισκόταν ο δύστυχος μέσα στην πλάνη, χωρίς να το ξέρη. Γιατί ο διάβολος κρατεί και τους δικούς του υπηρέτες
μέσα στην πλάνη. Γιατί αν γνώριζαν την αλήθεια θα τον παρατούσαν και θα γίνονταν δούλοι του αληθινού Θεού.

Η Παρθένος Ιούστα
Στην Αντιόχεια ζούσε και μία παρθένος, Ιούστα ήταν τ’ όνομά της, κόρη του Αιδεσίου και της Κληδονίας. Και αυτή και οι γονείς της βρίσκονταν μέσα στην πλάνη των ειδώλων,
όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της Αντιοχείας. Ο Αιδέσιος μάλιστα ήταν ιερέας των ειδώλων.
Όσο όμως η Ιούστα μεγάλωνε, τόσο περισσότερο ένοιωθε ότι τα είδωλα πού λάτρευαν δεν είχαν θεϊκή δύναμη και ότι άλλος είναι ο αληθινός Θεός. Η ψυχή της προετοιμαζόταν
έτσι να δεχτή το φωτισμό της αληθείας και της επιγνώσεως του μόνου εν Τριάδι Θεού.

Μια μέρα ο Θεός έφερε τα βήματά της στον τόπο όπου δίδασκε ένας σοφός διάκονος της Εκκλησίας της Αντιοχείας, ο Πραΰλιος. Άκουσε με θαυμασμό όσα έλεγε εκείνος για
τα μεγάλα μυστήρια της αγάπης του Θεού. Η ψυχή της Ιούστας σαν «γη αγαθή» δεχόταν τον «σπόρον» της αληθείας. Θέλησε να μεταδώσει και στη μητέρα της Κληδονία
την αληθινή πίστη. Εκείνη όμως, μόλις της μίλησε σχετικά, αντιστάθηκε και την συμβούλεψε να προσέξει μη μάθη τίποτε ο πατέρας της. Αλλ’ η Ιούστα ήθελε να οδηγηθεί
και ο πατέρας της στην ορθή πίστη. Συνέχισε λοιπόν να ομιλεί στη μητέρα της και σιγά σιγά εκείνη υποχωρούσε. Άκουγε πια χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις. Και μια νύχτα
είπε στον άνδρα της όσα της δίδαξε η κόρη της. Ο Αιδέσιος, αν και ήταν όπως είπαμε ιερέας των ειδώλων, δεν θύμωσε αλλά έμεινε σκεπτικός. Το βράδυ όμως στριφογύριζε
στο κρεβάτι του, έχοντας στην σκέψη αυτό το θέμα. Πολύ αργά μπόρεσε να τον πάρει ο ύπνος. Και τότε, ώ θαύμα μέγα, βλέπει τον Χριστό ένδοξο, περιτριγυρισμένο από
χιλιάδες αγγέλους, να τον προσκαλεί:
- Ελάτε σε μένα και θα σας χαρίσω την βασιλεία των ουρανών.

Έτσι, μόλις ξημέρωσε, ο Αιδέσιος πήρε τη γυναίκα του Κληδονία και την κόρη του Ιούστα και πήγε στον επίσκοπο των Χριστιανών, τον Οπτάτο, του διηγήθηκε όσα έγιναν
κι εκείνος με χαρά τους αξίωσε να βαπτισθούν. Κατόπιν μάλιστα ο Αιδέσιος έγινε πρεσβύτερος, κι έτσι ο πρώην ιερεύς των ειδώλων ήταν τώρα ιερεύς του Χριστού.
Η δε Ιούστα είχε αφιερωθεί στον Χριστό, και επάνω στο θεμέλιο της πίστεως έχτιζε τις ανώτερες από χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια αρετές. Ο διάβολος έβλεπε τον
εαυτό του να εξευτελίζεται μπρος στην άγια ζωή της παρθένου. Γι’ αυτό και θέλησε να τη μπλέξει στα δίχτυα του.

Ο νεαρός ειδωλολάτρης Αγλαΐδας
Ήταν στην Αντιόχεια κάποιος νεαρός ειδωλολάτρης από αριστοκρατική οικογένεια, πλούσιος και όμορφος, ο Αγλαΐδας. Σ’ αυτό τον ακόλαστο νέο άναψε ο διάβολος αμαρτωλό
πόθο για τη σεμνή Ιούστα. Την έβλεπε πού πήγαινε στην Εκκλησία και θαύμαζε την ωραιότητα της. Άρχισε να παραφυλάγει στους δρόμους απ’ όπου εκείνη περνούσε
και να την ενοχλεί με άπρεπα λόγια. Έκπληκτος όμως έβλεπε ότι η Χριστιανή κόρη έμενε σοβαρή κι ακλόνητη και δεν παρασυρόταν στα δίχτυα του.

Άκουγε ο Αγλαΐδας για τον μεγάλο Κυπριανό. Ήξερε ότι πετύχαινε θαυμαστά κατορθώματα με τη δύναμη των δαιμόνων. Σ’ αυτόν λοιπόν έπρεπε να καταφυγή και να ζητήσει τη βοήθειά του.
Έτσι ο Αγλαΐδας έρχεται στον Κυπριανό και του διηγείται τα παθήματά του και ότι η παρθένος στάθηκε ισχυρότερη από τα τεχνάσματά του. Στο τέλος τον παρακάλεσε:
- Σύ μού έχεις απομείνει μόνη παρηγοριά στη συμφορά, και ελπίζοντας σε σένα δεν έθεσα τέρμα στη ζωή μου. Αν μου δώσεις αυτό πού θέλω, θα σε γεμίσω πλούτη
και χρυσάφια, περισσότερα απ’ όσα μπορείς να ελπίσεις.
Ο μεγάλος μάγος τον άκουσε προσεκτικά και, βέβαιος για τη δύναμη του, του υποσχέθηκε ότι γρήγορα θα θεραπεύσει τον πόνο του.

Η Ιούστα νίκα τα πονηρά πνεύματα πού στέλνει ο Κυπριανός
Ο Κυπριανός άνοιξε τα μαγικά βιβλία, τα κείμενα του διαβόλου, και προσκάλεσε ένα απ’ τα πονηρά εκείνα πνεύματα, πού πρόθυμα τον υπηρετούσαν στα τερατώδη έργα του.
Το πονηρό πνεύμα παρουσιάστηκε και ο μάγος του είπε:
- Αν φέρεις γρήγορα αυτό το έργο εις πέρας, θα σού χαρίσω μεγάλα δώρα και θα σε τιμώ περισσότερο από τα άλλα δαιμόνια.

Γέλασε αλαζονικά το πονηρό πνεύμα και απάντησε με πολύ κομπασμό:
- Τόσες φορές έσεισα ολόκληρες πόλεις, τόσες φορές σήκωσα οπλισμένο χέρι παιδιού για να σκοτώσει τον πατέρα του, έσπειρα μίσος άσπονδο ανάμεσα σ’ αδέρφια
και ανδρόγυνα και μοναχούς πού ασκήτευαν στα όρη με νηστεία και εγκράτεια κατάφερα και τους έριξα στις σαρκικές ηδονές. Αλλά γιατί να πολυλογώ; Τώρα αμέσως θα δείξω
τι είμαι. Κι αν δεν γίνει αυτό πού θέλεις, να μη εμφανιστώ ξανά μπροστά σου και για ανίκανο να μ’ έχεις πια.

Ο Κυπριανός έδωσε στο δαιμόνιο ένα βάζο γεμάτο μαγικό υγρό, και του είπε:
- Πάρε αυτό το βάζο και ράντισε το σπίτι της παρθένου. Αυτό θα βοηθήσει πολύ. Πήγαινε λοιπόν, και σε περιμένω. Έφυγε το πνεύμα και ο μάγος κάθισε άγρυπνος για το αποτέλεσμα.
Εκείνη τη νύχτα, όπως πάντοτε, η Ιούστα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Και τότε το πονηρό πνεύμα, με τη δύναμη του μαγικού υγρού, πού μ’ αυτό είχε ραντίσει το σπίτι,
προσπάθησε να της ανάψει δυνατούς σαρκικούς πειρασμούς και έτσι να τη σύρει στις ηδονές. Η παρθένος ένιωθε τη φοβερή επίθεση των πειρασμών, αλλά όσο εκείνοι άναβαν,
τόσο αυτή δυνάμωνε την προσευχή της. Το πονηρό πνεύμα εξακολουθούσε με λύσσα να επιμένει, ώσπου η Ιούστα έκανε το σημείο του Σταυρού. Και τότε, το αλαζονικό δαιμόνιο
πού τόσο καυχιόταν για τη δύναμη του, τρομαγμένο και ντροπιασμένο έφυγε, μη αντέχοντας να βλέπει το σημείο της νίκης του Χριστού!

Δειλά παρουσιάστηκε στον Κυπριανό και προσπαθούσε με ψέματα να ξεφύγει την ομολογία της ήττας του. Όμως ο Κυπριανός επέμενε στις ερωτήσεις και έτσι το πνεύμα
αναγκάστηκε να φανερώσει ότι νικήθηκε:
- Είδα κάποιο σημείο και έφριξα και δεν μπορούσα να αντέξω τη δύναμη του.
Ο Κυπριανός έδιωξε με περιφρόνηση το δαιμόνιο και κάλεσε άλλο πολύ ισχυρότερο. Πήγε κι εκείνο, αλλά νικημένο με τον ίδιο τρόπο γύρισε ντροπιασμένο στον Κυπριανό.

Τότε πια ο μάγος κάλεσε τον πατέρα και άρχοντα των δαιμόνων. Ήρθε εκείνος με πολλή έπαρση και απείλησε ότι θα τιμωρήσει σκληρά τα δύο άλλα δαιμόνια για την
ανικανότητα τους. Στον μάγο έδωσε θάρρος και του είπε να μη στεναχωριέται, γιατί αυτός θα πετύχει το ποθούμενο.
Παίρνει ο δαίμονας μορφή κόρης και πηγαίνει στην Ιούστα. Η παρθένος δεν κατάλαβε τη νέα πανουργία και άρχισε συζήτησι με την άγνωστη κόρη, πού φαινόταν πολύ ευσεβής.

Εκείνη λοιπόν της είπε ότι ήθελε να μείνει μαζί της και να ασκηθεί στην παρθενία:
- Έχω τον ίδιο πόθο για την παρθενία, πού έχεις και σύ, αλλά θέλω να μου πεις ποιά ανταμοιβή θα πάρω απ’ τον Θεό για τη ζωή της παρθενίας, πού χρειάζεται τόσους αγώνες.
Η Ιούστα της μίλησε για τους στεφάνους πού θα λάβουν απ’ το Χριστό, αν νικήσουν στον αγώνα. Κι ενώ της έλεγε αυτά, η κόρη εκείνη (δηλαδή ο δαίμονας) άρχισε να εγκωμιάζει
στην παρθένο τη συζυγική ζωή. Κι αυτά πού της έλεγε ήταν λόγια πού φαίνονταν σωστά και σοφά και θα μπορούσαν να παραπλανήσουν ένα απρόσεκτο μοναχό. Αλλά
η Ιούστα κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν συμβουλές του διαβόλου, υποψιάστηκε τί κρύβεται κάτω απ’ τη μορφή της κόρης εκείνης, και έκανε το σημείο του Σταυρού. Στη στιγμή
η κόρη εξαφανίστηκε: Ο δαίμονας δεν μπόρεσε ν’ αντέξει!

Έτσι, αυτός πού είχε καυχηθεί περισσότερο απ’ όλους ήρθε καταντροπιασμένος στον Κυπριανό. Έκπληκτος εκείνος τον ρώτησε:
- Και σύ, πού είσαι τόσο μεγάλος, βρέθηκες μικρότερος απ’ αυτή την κόρη; Πού στηρίζεται και μπορεί να κάνη τόσο μεγάλα κατορθώματα ενάντια σε σας τους μεγάλους;
Τότε ο δαίμονας αναγκάστηκε να ομολογήσει:
- Δεν υποφέρουμε το σημείο του Σταυρού. Πριν το δούμε να σχηματίζεται ολόκληρο φεύγουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα.
Ο πατέρας του ψεύδους είπε την αλήθεια! Ο Σταυρός, «ό φύλαξ πάσης της οικουμένης», είναι εκείνος πού μπροστά του τρέμουν οι στρατιές των δαιμόνων!
Έφυγε ντροπιασμένος ο δαίμονας απ’ το δωμάτιο του Κυπριανού. Κι έμεινε αυτός ταπεινωμένος και συντριμμένος. Ο μεγάλος μάγος, πού νόμιζε ότι όλα τα είχε στα χέρια του,
διαπίστωνε τώρα ότι τα φοβερά δαιμόνια φοβούνται και τρέμουν το σύμβολο του σταυρωμένου αρχηγού των Χριστιανών.



Ο μάγος Κυπριανός γίνεται χριστιανός
Πόση είναι η αγάπη του πανεύσπλαγχνου Θεού, βρήκε τρόπο να φωτίσει τη σκοτισμένη ψυχή του μάγου. Κι έτσι ο σατανάς, πού ήθελε να παρασύρει την Ιούστα στην αμαρτία,
όχι μόνο απέτυχε, αλλά έχασε και τον δικό του υπηρέτη, τον Κυπριανό.

Η πρώτη απόφαση του μετανιωμένου μάγου ήταν να κάψει τα μαγικά βιβλία, τις πηγές αυτές των κακών. Αλλά ήθελε να τα κάψει μπροστά σε όλους, για να διακηρύξει έτσι την απάτη των δαιμόνων.
Ο Κυπριανός με ταπείνωση ομολόγησε ότι η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη και ότι το διδάχτηκε αυτό από την Ιούστα, πού έτρεψε σε φυγή τους δαίμονες. Σαν απόδειξη
των λόγων του, παρέδωσε στον επίσκοπο τα βιβλία να τα κάψει, ώστε να γνωρίσουν έτσι οι δαίμονες ότι δεν έχει πια τίποτε κοινό μαζί τους.
Τότε ο επίσκοπος πίστεψε ότι ο Κυπριανός είχε μετανοήσει και τον ευλόγησε. Κατόπιν έβαλε φωτιά στα δαιμονικά βιβλία.

Δεύτερο δείγμα της μετανοίας του Κυπριανού υπήρξε η καταστροφή των ειδώλων πού είχε στο σπίτι του. Όλα εκείνα τα μαρμάρινα αγάλματα των δαιμονίων τα έκανε συντρίμμια
και τα πέταξε μακριά, ώστε να μη μένη στο σπίτι του κανένα απομεινάρι της δαιμονικής λατρείας.
Όμως η μετανιωμένη του καρδιά δεν μπορούσε να ξελαφρώσει μόνο μ’ αυτά. Γι’ αυτό έκλαιγε με πόνο για την προηγούμενη ζωή του, και απ’ τα βάθη της ψυχής του η
προσευχή ολόθερμη ανέβαινε στο θρόνο του Θεού για να ζητήσει το έλεος Του. Η ταπείνωση του ήταν τέτοια, πού δεν ικέτευε με τα χείλη, αλλά με αλάλητους στεναγμούς.
Αλλ’ όποιος ταπεινώνεται μόνος του, εκείνος εξυψώνεται. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός, ελεημένος απ’ τη χάρη του Θεού, έγινε μέγας. Μέγας και ξακουστός ήταν όταν υπηρετούσε
τον σατανά, πολύ μεγαλύτερος και ενδοξότερος έγινε υπηρετώντας τον Θεό.

Πλησίαζε η εορτή του Πάσχα. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ο Κυπριανός πήγε στην εκκλησία και στεκόταν στο νάρθηκα μαζί με τους κατηχουμένους.
Ο σοφός Άνθιμος βάφτισε εκείνη την ημέρα τον Κυπριανό. Τον καλεί λοιπόν, του διδάσκει όσα ακόμη έπρεπε να μάθη απ’ τις αλήθειες της πίστεως και τον αξιώνει να λάβει
θείον βάπτισμα. Μετά απ’ αυτό, την όγδοη μέρα τον έκανε ιεροκήρυκα, την εικοστή τον χειροτόνησε υποδιάκονο και την τριακοστή τον χειροτόνησε διάκονο.
Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό έγινε αίτια σε πολλούς ειδωλολάτρες ν’ αφήσουν τη λατρεία των ειδώλων και ν’ ακολουθήσουν τη μόνη αληθινή πίστη. Ένας απ’ αυτούς
ήταν και ο νέος εκείνος πού είχε καταφύγει στη μαγική τέχνη του Κυπριανού για να παρασύρει την Ιούστα, ο Αγλαΐδας.
Έπειτα από ένα χρόνο ο επίσκοπος Άνθιμος χειροτόνησε τον Κυπριανό πρεσβύτερο.

Ο Κυπριανός γίνεται Επίσκοπος
Τόσο θαύμαζαν την αγιότητα της ζωής του και τα θαύματα πού επιτελούσε, ώστε όταν μετά δέκα χρόνια ο αγαθός εκείνος επίσκοπος Άνθιμος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο,
έγινε επίσκοπος της Αντιοχείας της Πισιδίας ο Κυπριανός .
Από τις πρώτες πράξεις του Κυπριανού μόλις έγινε επίσκοπος ήταν να χειροτονήσει την Ιούστα διακόνισσα (τα παλιά τα χρόνια υπήρχε και τέτοιο εκκλησιαστικό αξίωμα).
Της άλλαξε και το όνομα σε Ιουστίνα και την έβαλε ηγουμένη στο γυναικείο ασκητήριο της περιοχής εκείνης.
Με την σοφία και την αγιότητα του προσείλκυσε πολλούς στον Χριστιανισμό.



Το μαρτύριο των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης
Όταν κηρύχτηκε ο μεγάλος διωγμός των Χριστιανών από τον Διοκλητιανό, ειδωλολάτρες κατήγγειλαν τον Κυπριανό ότι με τα λόγια του μεταστρέφει όλους στη θρησκεία του
Χριστού. Του είπαν και την ιστορία της Ιουστίνης. Τότε ο κόμης της ανατολής Ευτόλμιος διέταξε να τους συλλάβουν.
Οδηγήθηκαν λοιπόν και οι δύο μπροστά του στην Δαμασκό και με οργή ρώτησε τον Κυπριανό:
- Σύ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών, πού συνταράζεις αυτούς πού σέβονται τούς θεούς μας; Σύ είσαι πού αλλάζεις ο ίδιος απ’ τη μια γνώμη στην άλλη;
Σύ δεν ήσουν πού είχες οδηγήσει πρώτα πολλούς στη λατρεία των θεών; Γιατί κατόπιν άλλαξες και προτίμησες να απατάς τούς ανθρώπους κηρύττοντάς τους τον σταυρωμένο Ιησού;

Ο Άγιος με πολλή ηρεμία του απάντησε:
- Εγώ, όπως είπες και σύ ο ίδιος, πιστεύοντας με θέρμη στους πολλούς θεούς και με ζήλο μελετώντας τα βιβλία της μαγείας δεν κατάφερα να κερδίσω καμιά ωφέλεια.
Ενώ λοιπόν ξόδευα τον καιρό μου στους μάταιους εκείνους κόπους, με λυπήθηκε ο αληθινός Θεός και μου έστειλε την παρθένο αυτή σαν οδηγό στο δρόμο προς Αυτόν.
Τί έπρεπε λοιπόν να κάνω; Πες μου σύ πού τώρα με δικάζεις: Να εξετάσω τί είναι αυτή η δύναμη του Χριστού, πού την τρέμουν οι δαίμονες, ή να συνεχίσω να ακολουθώ
την προηγούμενη πίστη μου; Εγώ λοιπόν ζήτησα να μάθω, και τότε φώς γνώσεως έλαμψε στην καρδιά μου. Έμαθα ότι τα είδωλα είναι απάτη και ψευδός και ένας μόνον
υπάρχει αληθινός Θεός, πού σώζει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν.

Ο κόμης μόλις τάκουσε αυτά εξοργίστηκε και διέταξε να τον σηκώσουν ψηλά με σκοινιά και να τον γδέρνουν σιγά - σιγά. Για την Ιουστίνα διέταξε να την μαστιγώσουν στο πρόσωπο και στα μάτια.
Η Ιουστίνα καθώς την χτυπούσαν δόξαζε τον Θεό λέγοντας:
- Δόξα Σοι ο Θεός, πού με δέχτηκες την ανάξια και με αξίωσες να πάθω για το όνομά Σου.
Και ο Κυπριανός έλεγε στον κόμητα:
- Γιατί τόσο έχεις παραφρονήσει ώστε να γίνεις ανάξιος της βασιλείας των ουρανών, για την όποια εγώ, όπως βλέπεις, προτιμώ να πάθω οτιδήποτε; Δεν θα συνέλθεις;
Δεν θα ανοίξεις τα μάτια σου; Δεν θα γνωρίσεις που είναι το αληθινό φώς, ώστε να βαδίσεις προς αυτό αφήνοντας το σκοτάδι;

Αλλά τα λόγια αυτά φούντωσαν το θυμό του κόμητος και λέγει στον Κυπριανό:
- Αν σου φαίνεται ότι γίνομαι αίτιος να κερδίσεις αθάνατη βασιλεία, τότε θα σου πολλαπλασιάσω την τιμωρία, και βέβαια θα μου οφειλής χάρη για την ευεργεσία πού σου κάνω.
Μετά από λίγες ημέρες δεύτερο βασανιστήριο περίμενε τους Αγίους. Ο κόμης έδωσε εντολή να βράζουν υλικά και να μπουν μέσα οι Άγιοι.
Προχώρησε πρώτος ο Κυπριανός με θάρρος και τον ακολούθησε η Ιουστίνα. Την είδε όμως πού βάδιζε σιγά και κατάλαβε ότι είχε κάπως δειλιάσει βλέποντας τη φωτιά.
Γι’ αυτό της υπενθύμισε τα παλιά της κατορθώματα, πού είχε κατατροπώσει τούς δαίμονες και αυτόν τον ίδιο τον έφερε στην αληθινή πίστη. Αφού έτσι της έδωσε θάρρος,
κάνοντας και οι δύο το σημείο του Σταυρού πήδησαν στο πυρακτωμένο τηγάνι, όπου έβραζαν η πίσσα, το λίπος και το κερί.

Ώ θαύμα μέγα! Έκθαμβοι οι ειδωλολάτρες τούς είδαν να κάθονται εκεί χωρίς να πάθουν τίποτε. Τούς είδαν να δοξάζουν τον Θεό με χαρούμενα πρόσωπα σαν να βρίσκονταν
σε δροσερό τόπο. Αλλά ο κόμης Ευτόλμιος, αντί να πιστέψει στη δύναμη του Χριστού, λυσσασμένος έλεγε ότι αυτά είναι μαγεία.
Τότε έδωσε διαταγή να σταλούν οι δύο Άγιοι στη Νικομήδεια. Έγραψε κι ένα γράμμα στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, όπου του εξηγούσε ότι ο Κυπριανός με την Ιουστίνα δεν
δέχτηκαν ν’ αλλάξουν, παρ’ όλα τα βάσανα πού υπέστησαν, γι’ αυτό τούς στέλνει σ’ αυτόν να τούς δικάσει ο ίδιος και η να τούς κάνη να φύγουν από τη μισητή θρησκεία τους
ή να τούς επιβάλει τις τιμωρίες πού ικανοποιούν τον Δία και τούς άλλους θεούς.

Όταν ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός διάβασε το γράμμα, με την πείρα πού είχε κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε ο ίδιος να πετύχει περισσότερα από τον Ευτόλμιο. Έκρινε λοιπόν να
μη τούς βασανίσει κι αυτός, αλλά να θέση τέλος στην υπόθεση. Έγραψε την καταδικαστική απόφαση:
«Ο Κυπριανός και η Ιουστίνα, επειδή ασέβησαν προς τούς θεούς και δεν πείσθηκαν να αλλάξουν γνώμη ούτε με τιμωρίες, ούτε με υποσχέσεις αγαθών, να υπομείνουν τον διά ξίφους θάνατον».
Καθώς οι στρατιώτες τούς οδηγούσαν για τη θανατική εκτέλεση στον ποταμό Γάλλο, κοντά στη Νικομήδεια, τα πρόσωπά τους έλαμπαν χαρούμενα.
Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί εκεί για να παρακολουθήσει τις τελευταίες στιγμές τού τόσο ονομαστού Κυπριανού και της Ιουστίνης.

Όταν έφθασαν στις όχθες του ποταμού Γάλλου, οι Άγιοι προσευχήθηκαν και ζήτησαν απ’ τον Θεό να δωρίσει ειρήνη στην καταδιωκόμενη Εκκλησία Του.
Κατόπιν ο Κυπριανός, επειδή σκεφτόταν μήπως δειλιάσει η Ιουστίνα βλέποντάς τον να αποκεφαλίζεται, ζήτησε να θανατώσουν πρώτα εκείνη. Όταν η παρθένος δέχτηκε το
στέφανο τού μαρτυρίου από το ξίφος ενός στρατιώτου, χαρούμενος ο Κυπριανός θανατώθηκε κι αυτός διά ξίφους. Οι ψυχές και των δύο πέταξαν στη μακαριότητα τού ουρανού,
στο θρόνο τού «Αρνίου του εσφαγμένου», μαζί με τούς άλλους άγιους τού Θεού.

Κάποιος ξένος απ’ τη Ρώμη, πού βρισκόταν εκείνες τις μέρες στη Νικομήδεια, Θεόκτιστος ήταν τ’ όνομά του, βλέποντας την γαλήνια όψη του Κυπριανού την ώρα του
μαρτυρίου είπε με θαυμασμό:
- Άδικα ο όσιος αυτός άνθρωπος παραδόθηκε σε άτιμο θάνατο.
Αλλά τα λόγια του άκουσε ο Φέλκιος, ο αρχηγός των στρατιωτών, και αμέσως τον κατεβάζει από το άλογό του και τον αποκεφαλίζει. Έτσι και νέος μάρτυρας προστέθηκε
στους δύο και τούς συνόδεψε στον ουρανό.

Τα σώματα και των τριών έμειναν άταφα και τα φρουρούσαν στρατιώτες για να μη τα κλέψει κανείς, ώσπου να καταφαγωθούν από όρνια και σκυλιά. Όμως οι ναύτες του πλοίου
που ταξίδευε ο Θεόκτιστος, θέλοντας να πάρουν το σώμα του, περίμεναν να βρουν ευκαιρία. Όταν λοιπόν κάποτε ο ύπνος νίκησε τούς φύλακες, κατάφεραν και πήραν τα
σώματα των τριών μαρτύρων, τα έφεραν στο πλοίο και αναχώρησαν για τη Ρώμη.
Παρέδωσαν εκεί τα μαρτυρικά σώματα, σαν πολύτιμους θησαυρούς, σε μια ευγενή Ρωμαία χριστιανή, την ευσεβέστατη ματρώνα Ρουφίνα, απ’ τη γενιά του αυτοκράτορα Κλαυδίου.
Εκείνη με πολύ σεβασμό τα τοποθέτησε σε πολυτελή θήκη και έχτισε ναό προς τιμή τους μέσα στη Ρώμη, κοντά στην «Αγορά του Κλαυδίου», πού έγινε προσκύνημα των ευλαβών Χριστιανών.


Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ
Θείας πίστεως, τή φωταυγεία, σκότος ἔλιπες, τῆς ἀσεβείας, καί φωστήρ τῆς ἀληθείας γεγύνησαι,
ποιμαντικῶς γάρ φαιδρύνας τόν βίον σου, Κυπριανέ τή ἀθλήσει δεδόξασαι.
Πάτερ Ὅσιε, τόν Κτίστην ἠμίν ἰλύωσαι, ὁμού σύν Ἰουστίνη τή Θεοφρονι.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Η χρήση των Ψαλμών του Δαυίδ




1ος Όταν φυτεύουν δέντρα ή αμπέλι, για να καρποφορήσουν.

2ος Για να δώσει φώτιση ο Θεός σε αυτούς που πηγαίνουν σε συνέδρια.


3ος Για να φύγει η κακία από τους ανθρώπους, για να μη βασανίζουν άδικα τους συνανθρώπους τους.


4ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ευαίσθητους ανθρώπους, που αρρώστησαν από μελαγχολία από τη συμπεριφορά των σκληρόκαρδων ανθρώπων.

5ος Για να θεραπεύσει ο θεός τα πληγωμένα, χτυπημένα μάτια από κακό άνθρωπο.


6ος Για να ελευθερώσει ο θεός τον μαγεμένο άνθρωπο.


7ος Γι' αυτούς που έπαθαν φοβία από τις φοβέρες και τις απειλές των κακών ανθρώπων.


8ος Γι' αυτούς που έπαθαν κακό από δαίμονες ή από πονηρούς ανθρώπους.


9ος Για να πάψουν να σε φοβερίζουν οι δαίμονες στον ύπνο σου ή με φαντασίες την ημέρα.


10ος Για σκληρόκαρδα αντρόγυνα που μαλώνουν και χωρίζουν. (όταν βασανίζει ο σκληρός ή η σκληρή τον ευαίσθητο).


11ος Για τρελούς που έχουν κακότητα και κάνουν κακό στους ανθρώπους.


12ος Γι' αυτούς που πάσχουν από το συκώτι.


13ος Για φοβερό δαιμόνιο, συνέχεια 3 Χ3 ημέρες.


14ος Για να αλλάξουν γνώμη οι ληστές και να επιστρέψουν άπρακτοι και μετανοημένοι.


15ος Για να βρεθεί το κλειδί όταν χαθεί.


16ος Για μεγάλη συκοφαντία, 3 φορές την ημέρα επί 3 ημέρες.


17ος Όταν γίνεται σεισμός ή θεομηνία, κατακλυσμός και κεραυνοί.


18ος Για να ελευθερωθούν οι μητέρες στη γέννα τους.


19ος Για ανδρόγυνα που δεν γεννούν λόγω αναπηρίας, για να τους θεραπεύσει ο Θεός, να μη χωρίσουν.


20ος Για να μαλακώσει ο θεός τις καρδιές των πλουσίων να κάνουν ελεημοσύνες στους φτωχούς.


21ος Για να εμποδίσει ο θεός την πυρκαγιά, για να μη γίνει κακό.


22ος Για να ημερέψει ο Θεός τα άτακτα και ανυπάκουα παιδιά, που θλίβουν τους γονείς τους.


23ος Για να ανοίξει η πόρτα όταν χαθεί το κλειδί.


24ος Σε ανθρώπους που φθονεί πολύ ο πειρασμός και τους φέρνει συνέχεια αναποδιές στη ζωή τους, για να γογγύσουν.


25ος Όταν ζητάει κανείς κάτι καλό από τον θεό, για να του δώσει χωρίς να τον βλάψει.


26ος Για να προστατεύσει ο Θεός τους χωρικούς από τα εχθρικά στρατεύματα, να μην κάνουν κακό στους ανθρώπους και λεηλασίες στις αγροικίες.


27ος Για να θεραπεύσει ο θεός τους νευρασθενείς και τους νευρόπονους.


28ος Γι' αυτούς που τους πειράζει η θάλασσα και φοβούνται στη πολλή φουρτούνα.


29ος Γι' αυτούς που κινδυνεύουν μακριά, μέσα σε βάρβαρους και άπιστους λαούς, για να τους φυλάξει ο Θεός και να φωτίσει κι εκείνους να ημερέψουν, και να γνωρίσουν τον Θεό.


30ος Για να δώσει ο θεός αφθονία σπαρτών και καρπών στα δέντρα, όταν ο καιρός δεν είναι ευνοϊκός.


31ος Για να βρουν οι οδοιπόροι τον δρόμο όταν χαθούν και ταλαιπωρούνται.


32ος Για να φανερώσει ο Θεός την αλήθεια στους αδικοφυλακισμένους, για να ελευθερωθούν.


33ος Σε ψυχοραγούντες, όταν βασανίζονται από τους δαίμονες την ώρα του θανάτου, ή σε εχθρικά στρατεύματα, όταν απειλούν και παραβιάζουν τα σύνορα, για να κάνουν κακό.


34ος Για να ελευθερώσει ο θεός τους καλοκάγαθους ανθρώπους από τις παγίδες των πονηρών ανθρώπων, που εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους του Θεού.


35ος Για να εξαλειφθεί τελείως η έχθρα μετά από μαλώματα ή παρεξηγήσεις.


36ος Για βαριά πληγωμένους ανθρώπους από κακοποιούς εγκληματίες.


37ος Όταν πονάνε οι σιαγόνες από σάπια δόντια.


38ος Για να βρουν εργασία οι εγκαταλελειμμένοι και δυστυχισμένοι άνθρωποι, για να μη θλίβονται.


39ος Για να επανέλθει αγάπη μεταξύ αφεντικού και υπαλλήλων, όταν δημιουργούνται προστριβές.


40ος Για να ελευθερωθούν οι μητέρες στη γέννα, από πρόωρο τοκετό.


41ος Σε νέους που αρρωσταίνουν από έρωτα, όταν τραυματίζεται το ένα πρόσωπο και θλίβεται.


42ος Για να ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι από τις φυλακές του εχθρικού έθνους.


43ος Για να φανερώσει ο θεός την αλήθεια στα παρεξηγημένα αντρόγυνα, για να συμφιλιωθούν.


44ος Για τους ανθρώπους που πάσχουν από την καρδιά ή από τα νεφρά.


45ος Για τους νέους που εμποδίζει ο εχθρός από φθόνο να δημιουργήσουν οικογένεια ( να παντρευτούν).


46ος Για να ειρηνεύσει ο υπηρέτης ή ο δούλος, όταν φύγει από το αφεντικό του και να βρει δουλειά.


47ος Όταν γίνονται μεγάλες καταστροφές και ληστείες από βαρβαρικές συμμορίες -πειρατών-. Να διαβάζεται συνέχεια επί 40 μέρες.


48ος Γι αυτούς που κάνουν επικίνδυνη δουλειά.


49ος Για να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό οι απομακρυσμένοι άνθρωποι, να σωθούν.


50ος Όταν εξ αμαρτιών μας έρθει παιδαγωγική οργή του Θεού (επιδημία αρρώστιες και θανατικό στους ανθρώπους ή στα ζώα).


51ος Για να μετανοήσουν οι σκληρόκαρδοι άρχοντες και να γίνουν εύσπλαχνοι, για να μη βασανίζουν τον λαό.


52ος Για να ευλογήσει ο θεός τα δίχτυα, να γεμίζουν ψάρια.


53ος Για να φωτίσει ο θεός τους πλουσίους που έχουν αγορασμένους δούλους, να τους ελευθερώσουν.


54ος Για να αποκατασταθεί η υπόληψη της δυσφημισμένης οικογενείας που είχε συκοφαντηθεί.


55ος Σε ευαίσθητους, που έχουν πληγωθεί ψυχικά από συνανθρώπους τους.


56ος Για ανθρώπους που υποφέρουν από πονοκέφαλο, από πολλή στεναχώρια.


57ος Για να έρθουν ευνοϊκά τα πράγματα σε εκείνους που ενεργούν για το καλό, να εμποδίσει ο Θεός κάθε πονηρή ενέργεια δαιμόνων ή φθονερών ανθρώπων.


58ος Για τους βουβούς, να δώσει ο Θεός λαλιά.


59ος Για να φανερώσει ο Θεός την αλήθεια, όταν συκοφαντείται σύνολο ανθρώπων.


60ος Γι' αυτούς που δυσκολεύονται στην εργασία, είτε από τεμπελιά, είτε από δειλία.


61ος Για να απαλλάξει ο θεός από δοκιμασίες τον ολιγόψυχο άνθρωπο, που δεν έχει υπομονή και γογγύζει.


62ος Για να καρπίσουν τα χωράφια και τα δέντρα, όταν στερούνται από νερό.


63ος Όταν δαγκωθεί άνθρωπος από λύκο ή σκύλο λυσσασμένο (τους έδινε και από διαβασμένο νερό να πιούν).
64ος Για να έχουν οι έμποροι ευλογία, για να μη φλυαρούν και αδικούν τους απλούς ανθρώπους.

65ος Για να μη φέρει αναποδιές ο πονηρός στα σπίτια και θλίβει τις οικογένειες.


66ος Για να ευλογηθούν τα πουλερικά (ορνιθοτροφεία).


67ος Για να ελευθερωθούν οι μητέρες, που δυσκολεύονται να αποβάλουν, όταν παθαίνουν κακό.


68ος Όταν γίνονται θεομηνίες και πλημμυρίζουν τα ποτάμια και παρασύρουν σπίτια και ανθρώπους.


69ος Σε ευαίσθητους ανθρώπους που θλίβονται για το παραμικρό και έρχονται σε απόγνωση, να τους ενισχύσει ο Θεός.


70ος Για εγκαταλελειμμένους ανθρώπους, που γίνονται βαρετοί από φθόνο του διαβόλου κι έρχονται σε απόγνωση, για να βρουν έλεος και περίθαλψη από το Θεό.


71ος Για να ευλογήσει ο Θεός τα αγαθά της νέας εσοδιάς, που μετέφεραν στα σπίτια τους οι γεωργοί.


72ος Για να μετανοήσουν οι κακοποιοί άνθρωποι.


73ος Για να προφυλάξει ο Θεός τους χωρικούς που εργάζονται στα χωράφια τους, όταν οι εχθροί έχουν περικυκλωμένο το χωριό.


74ος Για να ημερέψει το βάρβαρο αφεντικό, να μη βασανίζει τους συνανθρώπους του τους υπαλλήλους.


75ος Σε μητέρα που φοβάται στη γέννα της, για να την ενισχύσει και να την προστατέψει ο Θεός.


76ος Όταν δεν υπάρχει κατανόηση μεταξύ γονέων και παιδιών, να τους φωτίσει ο Θεός, για να ακούνε τα παιδιά τους γονείς και οι γονείς να δείχνουν αγάπη.


77ος Για να φωτίσει ο Θεός τους δανειστές, να μη πιέζουν τους συνανθρώπους τους για το χρέος και να είναι εύσπλαχνοι.


78ος Για να προφυλάξει ο θεός τα χωριά από ληστείες και καταστροφές των εχθρικών στρατευμάτων.


79ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τον άνθρωπο, όταν πρήζεται το πρόσωπο και πονάει όλο το κεφάλι.


80ος Για να οικονομήσει ο Θεός τους φτωχούς, που στερούνται και στεναχωριούνται από την ανέχεια και θλίβονται.


81ος Για να αγοράσουν οι άνθρωποι τα προϊόντα των γεωργών, για να μη στεναχωριούνται και θλίβονται οι χωρικοί.


82ος Για να εμποδίσει ο Θεός τους κακούς ανθρώπους, που θέλουν να κάνουν δολοφονίες.


83ος Για να διατηρηθούν από τον Θεό όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού καλά, τα ζώα και τα προϊόντα των παραγωγών.


84ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους που έχουν πληγωθεί από τους ληστές κι έπαθαν φοβία.


85ος Για να σώσει ο Θεός τον κόσμο, όταν πέφτει χολέρα στον άνθρωπο και πεθαίνουν.


86ος Για να παρατείνει ο Θεός τη ζωή στους οικογενειάρχες, που έχουν ακόμα οικογενειακές υποχρεώσεις.


87ος Για να προστατεύει ο Θεός όλους τους απροστάτευτους ανθρώπους, που ταλαιπωρούνται από σκληρούς συνανθρώπους.


88ος Για να δυναμώσει ο Θεός τους φιλάσθενους και αδύνατους ανθρώπους, για να μπορούν να εργάζονται χωρίς να κουράζονται και να θλίβονται.


89ος Για να βρέξει ο Θεός, όταν υπάρχει ανομβρία ή όταν στερέψουν τα πηγάδια, για να βγάλουν νερό.


90ος Για να εξαφανιστεί ο διάβολος, όταν παρουσιάζεται σε άνθρωπο και τον τρομάζει.


91ος Για να δώσει ο Θεός σύνεση στους ανθρώπους, να προκόβουν πνευματικά.


92ος Για να προφυλάξει ο Θεός το πλοίο όταν κινδυνεύει από μεγάλη φουρτούνα στη θάλασσα (έριχνε δε και αγιασμένο νερό στα 4 σημεία του πλοίου).


93ος Για να φωτίσει ο θεός τους άτακτους ανθρώπους, που δημιουργούν θέματα στο έθνος και αναστατώνουν τον λαό και τον ταλαιπωρούν με ακαταστασίες και φαγωμάρες.


94ος Για να μη πλησιάσουν μάγια στα αντρόγυνα και δημιουργούνται θέματα και προστριβές.


95ος Για να δώσει ο θεός την ακοή στους κουφούς.


96ος Για να φύγουν τα μάγια από τους ανθρώπους.


97ος Για να δώσει ο Θεός παρηγοριά στους στεναχωρημένους ανθρώπους, να μη θλίβονται.


98ος Για να ευλογήσει και να χαριτώσει ο Θεός τους νέους που θέλουν να αφιερωθούν στον Θεό.


99ος Για να ευλογήσει και να εκπληρώσει ο Θεός τους θείους πόθους των ανθρώπων.


100ος Για να δίνει ο Θεός χαρίσματα στους καλοκάγαθους ανθρώπους.


101ος Για να ευλογήσει ο Θεός τους ανθρώπους που φέρουν αξιώματα,για να βοηθούν τον κόσμο με καλοσύνη και κατανόηση.


102ος Για να έρθουν τα έμμηνα όταν καθυστερούν.


103ος Για να ευλογήσει ο Θεός τα υπάρχοντα των ανθρώπων, για να μη στερούνται και θλίβονται, αλλά να δοξάζουν τον Θεό.


104ος Για να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους.


105ος Για να δώσει φώτιση ο Θεός στους ανθρώπους να μη ξεκλίνουν από την οδό της σωτηρίας.


106ος Για να δώσει λύση ο Θεός στην στείρωση των γυναικών.


107ος Για να ταπεινώσει ο Θεός τους εχθρούς, να αλλάξουν τις κακές τους διαθέσεις.


108ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τους σεληνιασμένους ή για να ελεήσει τους ψευδομάρτυρες, να μετανοήσουν.


109ος Για να έχουν σεβασμό οι νεότεροι στους μεγαλύτερους.


110ος Για να μετανοήσουν οι άδικοι κριτές και να κρίνουν δίκαια τον λαό του Θεού.


111ος Για να προφυλάξει ο θεός τους στρατιώτες όταν πηγαίνουν στον πόλεμο.


112ος Για να δώσει ο Θεός ευλογίες στη φτωχή χήρα, να πληρώσει τα χρέη της και να απαλλαχτεί από τη φυλακή.


113ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τα καθυστερημένα διανοητικά και μογγολικά παιδιά.


114ος Για να δίνει ο θεός ευλογίες και παρηγοριά στα δυστυχισμένα φτωχά παιδάκια, να μη περιφρονούνται από τα παιδιά των πλουσίων και θλίβονται.


115ος Για να θεραπεύσει ο Θεός από το φοβερό πάθους του ψεύδους.


116ος Για να διατηρούν αγάπη και ομόνοια οι οικογένειες και να δοξολογούν τον Θεό.


117ος Για να ταπεινώσει ο θεός τους βάρβαρους, όταν κυκλώνουν το χωριό και το απειλούν, και να ανατρέψει τις κακές τους διαθέσεις.


118ος Για να πατάξει ο Θεός τους βάρβαρους και να ταπεινώσει την δράση τους, όταν σφάζουν αθώα γυναικόπαιδα.

119ος Για να δίνει υπομονή και ανεκτικότητα ο Θεός στους ανθρώπους, που είναι αναγκασμένοι να παρευρίσκονται με δόλιους και άδικους ανθρώπους.

120ος Για να προστατεύσει ο θεός τους σκλάβους από τα εχθρικά χέρια, να μην τους κακοποιήσουν μέχρι να ελευθερωθούν.


121ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους που πάσχουν από βασκανία.


122ος Για να δώσει ο θεός το φως στους τυφλούς και να θεραπεύσει τα πονεμένα μάτια.


123ος Για να φυλάξει ο Θεός τους ανθρώπους από τα φίδια, να μην τους δαγκώνουν.


124ος Για να προφυλάξει ο Θεός τα κτήματα των δικαίων ανθρώπων από τους κακούς ανθρώπους.


125ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους, που πάσχουν από συνεχείς πονοκεφάλους.


126ος Για να ειρηνεύσει ο Θεός την οικογένεια, όταν μαλώνουν.


127ος Για να μην πλησιάσει η κακία του εχθρού ποτέ στα σπίτια και να επικρατήσει η ειρήνη και η ευλογία του Θεού στην οικογένεια.


128ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους που πάσχουν από ημικρανία, πονοκεφάλους και να ελεήσει τους σκληρόκαρδους και αδιάκριτους ανθρώπους, που στεναχωρούν τους ευαίσθητους.


129ος Για να δώσει ο Θεός θάρρος και ελπίδα στους αρχάριους, για να μη δυσκολεύονται στη δουλειά τους.


130ος Για να δώσει ο Θεός μετάνοια και παρηγοριά με ελπίδα στους ανθρώπους, για να σωθούν.


131ος Για να λυπηθεί ο Θεός τον κόσμο, όταν εξ αμαρτιών μας γίνονται συνεχείς πόλεμοι.


132ος Για να φωτίσει ο Θεός τα έθνη να συμφιλιωθούν και να ειρηνεύσουν οι άνθρωποι.


133ος Για να φυλάξει ο θεός τους ανθρώπους από κάθε κίνδυνο.


134ος Για να συγκεντρώνονται οι άνθρωποι την ώρα της προσευχής και να ενώνεται ο νους τους με τον Θεό.


135ος Για να προστατεύσει ο θεός τους πρόσφυγες όταν εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και φεύγουν, για να σωθούν από τους βαρβάρους.


136ος Για να σταθεροποιήσει ο Θεός τον άνθρωπο που έχει άστατο χαρακτήρα.


137ος Για να φωτίζει ο Θεός τους άρχοντες του τόπου, για να βρίσκουν οι άνθρωποι κατανόηση στα αιτήματά τους.


138ος Για να πάψει ο διάβολος να πειράζει τους ευαίσθητους ανθρώπους με βλάσφημους λογισμούς.


139ος Για να ημερέψει ο θεός τον δύστροπο οικογενειάρχη που ταλαιπωρεί ολόκληρη την οικογένεια.


140ος Για να ημερέψει ο Θεός τον βάρβαρο άρχοντα του τόπου που βασανίζει τους συνανθρώπους του.


141ος Για να ημερέψει ο Θεός τον επαναστάτη που κάνει κακό. Και Κούρδης εάν είναι, γίνεται αρνί.


142ος Για να προστατέψει ο Θεός την μητέρα στον καιρό της εγκυμοσύνης, να μην αποβάλει.


143ος Για να καταπραΰνει ο Θεός τον αναστατωμένο λαό, να μην γίνει εμφύλιος πόλεμος.


144ος Για να ευλογήσει ο Θεός τις εργασίες των ανθρώπων, για να είναι ευάρεστες στον Θεό.

145ος Για να σταματήσεις τις αιμορραγίες των ανθρώπων.

146ος Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους που έχουν πληγωθεί και χτυπηθεί στις σιαγόνες από κακούς ανθρώπους.


147ος Για να ημερέψει ο Θεός τα άγρια ζώα του βουνού, για να μην κάνουν κακό στους ανθρώπους και στα σπαρτά.


148ος Για να κάνει καιρό ευνοϊκό ο Θεός, για να έχουν αφθονία εισοδημάτων οι άνθρωποι και να δοξάζουν τον Θεό.
Τέλος του οσίου Αρσενίου.


149ος Από ευγνωμοσύνη και ευχαριστία στον θεό για τις μεγάλες του καλοσύνες και για την πολλή του αγάπη, που δεν έχει όρια και μας ανέχεται (του γέροντα Παϊσίου)


150ος Για να δώσει ο Θεός χαρά και παρηγοριά στους θλιμμένους αδερφούς μας που βρίσκονται στην ξενιτιά και στους κεκοιμημένους αδερφούς μας, που βρίσκονται στην πιο μακρινή ξενιτιά. Αμήν. (του γέροντα Παϊσίου).


Ψαλμοί του προφήτου και Βασιλέως Δαυίδ (2)


061 - 070

Ψαλμός ΞΑ΄.61
Ουχί τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου; παρ΄αυτώ γαρ το σωτήριον μου. Και γαρ αυτός Θεός μου και σωτήρ μου και αντιλήπτωρ μου· ου μη σαλευθώ επί πλείον. ΄Εως πότε επιτίθεσθε επ΄άνθρωπον; φονεύετε πάντες υμείς, ως τοίχω κεκλιμένω και φραγμώ ωσμένω;  Πλην την τιμήν μου εβουλεύσαντο απώσασθαι· έδραμον εν δίψη· τω στόματι αυτών ευλόγουν και τη καρδία αυτών κατηρώντο. Πλην τω Θεώ υποτάγηθι η ψυχή μου, ότι παρ΄αυτώ η υπομονή μου. Ότι αυτός Θεός μου και σωτήρ μου, αντιλήπτωρ μου· ου μη μεταναστεύσω. Επί τω Θεώ το σωτήριον μου και η δόξα μου· ο Θεός της βοηθείας μου και η ελπίς μου επί τω Θεώ. Ελπίσατε επ΄αυτόν πάσα συναγωγή λαών, εκχέετε ενώπιον αυτού τας καρδίας υμών, ότι ο Θεός βοηθός ημών. Πλην μάταιοι οι υιοί των ανθρώπων, ψευδείς οι υιοί των ανθρώπων εν ζυγοίς του αδικήσαι· αυτοί εκ ματαιότητος επί το αυτό. Μη ελπίζετε επ΄αδικίαν και επί άρπαγμα μη επιποθείτε· πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν. Άπαξ ελάλησεν ο Θεός· δύο ταύτα ήκουσα, ότι το κράτος του Θεού και σου Κύριε, το έλεος· ότι συ αποδώσεις εκάστω κατά τα έργα αυτού.

Ψαλμός ΞΒ΄.62
Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω· εδίψησε σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω. Ούτως εν τω αγίω ώφθην σοι, του ιδείν την δύναμιν σου και την δόξαν σου. Ότι κρείσσον το έλεος σου υπέρ ζωάς· τα χείλη μου επαινέσουσι σε. Ούτως ευλογήσω σε εν τη ζωή μου· και εν τω ονόματι σου αρώ τας χείρας μου. Ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου· και χείλη αγαλλιάσεως αινέσει το στόμα μου. Ει εμνημόνευον σου επί της στρωμνής μου, εν τοις όρθροις εμελέτων εις σε. Ότι εγενήθης βοηθός μου και εν τη σκέπη των πτερύγων σου αγαλλιάσομαι. Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου· εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου. Αυτοί δε εις μάτην εζήτησαν την ψυχήν μου, εισελεύσονται εις τα κατώτατα της γης, παραδοθήσονται εις χείρας ρομφαίας· μερίδες αλωπέκων έσονται. Ο δε βασιλεύς ευφρανθήσεται επί τω Θεώ· επαινεθήσεται πας ο ομνύων εν αυτώ· ότι  ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα.

Ψαλμός ΞΓ΄. 63
Εισάκουσον ο Θεός, της προσευχής μου, εν τω δέεσθαι με προς σε· από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου. Σκέπασον με από συστροφής πονηρευομένων, από πλήθους εργαζομένων αδικίαν. Οίτινες ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών, ενέτειναν τόξον αυτών, πράγμα πικρόν. Του κατατοξεύσαι εν αποκρύφοις άμωμον· εξάπινα κατατοξεύσουσιν αυτόν και ου φοβηθήσονται. Εκραταίωσαν εαυτοίς λόγον πονηρόν· διηγήσαντο του κρύψαι παγίδα· είπον· Τίς όψεται αυτούς; Εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις. Προσελεύσεται άνθρωπος και καρδία βαθεία· και υψωθήσεται ο Θεός. Βέλος νηπίων εγενήθησαν αι πληγαί αυτών· και εξησθένησαν επ΄ αυτούς αι γλώσσαι αυτών. Εταράχθησαν πάντες οι θεωρούντες αυτούς· και εφοβήθη πας άνθρωπος. Και ανήγγειλαν τα έργα του Θεού και τα ποιήματα αυτού συνήκαν. Ευφρανθήσεται δίκαιος εν τω Κυρίω και ελπιεί επ΄αυτόν· και επαινεθήσονται πάντες οι ευθείς τη καρδία.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΞΔ΄.64
Σοι πρέπει ύμνος, ο Θεός, εν Σιών και σοι αποδοθήσεται ευχή εν Ιερουσαλήμ. Εισάκουσον προσευχής μου, προς σε πάσα σαρξ ήξει. Λόγοι ανόμων υπερεδυνάμωσαν ημάς και τας ασεβείας ημών συ ιλάση. Μακάριος, ον εξελέξω και προσελάβου, κατασκηνώσει εν ταις αυλαίς σου. Πλησθησόμεθα εν τοις αγαθοίς του οίκου σου· άγιος ο ναός σου, θαυμαστός  εν δικαιοσύνη. Επάκουσον ημών, ο Θεός, ο σωτήρ ημών, η ελπίς πάντων των περάτων της γης και των εν θαλάσση μακράν. Ετοιμάζων όρη εν τη ισχύϊ αυτού, περιεζωσμένος εν δυναστεία, ο συνταράσσων το κύτος της θαλάσσης· ήχους κυμάτων αυτής τίς υποστήσεται; Ταραχθήσονται τα έθνη και φοβηθήσονται οι κατοικούντες τα πέρατα από των σημείων σου· εξόδους πρωίας και εσπέρας τέρψεις. Επεσκέψω την γην και εμέθυσας αυτήν, επλήθυνας του πλουτίσαι αυτήν. Ο ποταμός του Θεού επληρώθη υδάτων· ητοίμασας την τροφήν αυτών, ότι ούτως η ετοιμασία. Τους αύλακας αυτής μέθυσον, πλήθυνον τα γεννήματα αυτής· εν ταις σταγόσιν αυτής ευφρανθήσεται ανατέλλουσα. Ευλογήσεις τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητος σου και τα πεδία σου πλησθήσονται πιότητος. Πιανθήσονται τα όρη της ερήμου και αγαλλίασιν οι βουνοί περιζώσονται. Ενεδύσαντο οι κριοί των προβάτων και αι κοιλάδες πληθυνούσι σίτον· κεκράξονται και γαρ υμνήσουσι.


 Ψαλμός ΞΕ΄.65
Αλαλάξατε τω Κυρίω πάσα η γη. Ψάλατε δη τω ονόματι αυτού, δότε δόξαν εν αινέσει αυτού. Είπατε τω Θεώ· Ως φοβερά τα έργα σου! εν τω πλήθει της δυνάμεως σου ψεύσονται σε οι εχθροί σου. Πάσα η γη προσκυνησάτωσαν σοι και ψαλάτωσαν σοι· ψαλάτωσαν δη τω ονόματι σου, Ύψιστε. Δεύτε και ίδετε τα έργα του Θεού, ως φοβερός εν βουλαίς, υπέρ τους υιούς των ανθρώπων. Ο μεταστρέφων την θάλασσαν εις ξηράν· εν ποταμώ διελεύσονται ποδί· εκεί ευφρανθησόμεθα επ΄αυτώ. Τω δεσπόζοντι εν τη δυναστεία αυτού του αιώνος· οι οφθαλμοί αυτού επί τα έθνη επιβλέπουσιν· οι παραπικραίνοντες μη υψούσθωσαν εν εαυτοίς. Ευλογείτε, έθνη, τον Θεόν ημών και ακουτίσασθε την φωνήν της αινέσεως αυτού, του θεμένου την ψυχήν μου εις ζωήν και μη δόντος εις σάλον τους πόδας μου. Ότι εδοκίμασας ημάς, ο Θεός· επύρωσας ημάς ως πυρούται το αργύριον. Εισήγαγες ημάς εις την παγίδαR έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών. Επεβίβασας ανθρώπους επί τας κεφαλάς ημών· διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν. Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου εν ολοκαυτώματι· αποδώσω σοι τας ευχάς μου, ας διέστειλε τα χείλη μου και ελάλησε το στόμα μου εν τη θλίψει μου. Ολοκαυτώματα μεμυελωμένα ανοίσω σοι μετά θυμιάματος  και κριών· ανοίσω σοι βόας μετά χιμάρων. Δεύτε, ακούσατε και διηγήσομαι υμίν, πάντες οι φοβούμενοι τον Θεόν, όσα εποίησε τη ψυχή μου. Προς αυτόν τω στόματι μου εκέκραξα και ύψωσα υπό την γλώσσαν μου. Αδικίαν ει εθεώρουν εν καρδία μου, μη εισακουσάτω μου Κύριος. Δια τούτο εισήκουσε μου ο Θεός, προσέσχε τη φωνή της δεήσεως μου. Ευλογητός ο Θεός, ος ούκ απέστησε την προσευχήν μου και το έλεος αυτού απ΄εμού.

Ψαλμός ΞΣΤ΄.66
Ο Θεός οικτειρήσαι ημάς και ευλογήσαι ημάς· επιφάναι το πρόσωπον αυτού εφ΄ημάς και ελεήσαι ημάς. Του γνώναι εν τη γη την οδόν σου, εν πάσιν έθνεσι το σωτήριον σου. Εξομολογησάσθωσαν σοι λαοί, ο Θεός· εξομολογησάσθωσαν οι λαοί πάντες. Ευφρανθήτωσαν και αγαλλιάσθωσαν έθνη, ότι κρινείς λαούς εν ευθύτητι και έθνη εν τη γη οδηγήσεις. Εξομολογησάσθωσαν σοι λαοί, ο Θεός· εξομολογησάσθωσαν σοι λαοί πάντες. Γη έδωκε τον καρπόν αυτής· ευλογήσαι ημάς ο Θεός, ο Θεός ημών. Ευλογήσαι ημάς ο Θεός· και φοβηθήτωσαν αυτόν πάντα τα πέρατα της γης.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΞΖ΄.67
Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Ως εκλείπει καπνός, εκλειπέτωσαν· ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, ούτως απολούνται οι αμαρτωλοί από προσώπου του Θεού. Και οι δίκαιοι ευφρανθήτωσαν· αγαλλιάσθωσαν ενώπιον του Θεού, τερφθήτωσαν εν ευφροσύνη. ΄Ασατε τω Θεώ, ψάλατε τω ονόματι αυτού, ωδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί δυσμών· Κύριος όνομα αυτώ· και αγαλλιάσθε ενώπιον αυτού. Ταραχθήτωσαν από προσώπου αυτού, του πατρός των ορφανών, του κριτού των χηρών· ο Θεός εν τόπω αγίω αυτού. Ο Θεός κατοικίζει μονοτρόπους εν οίκω, εξάγων πεπεδημένους εν ανδρεία, ομοίως τους παραπικραίνοντας, τους κατοικούντας εν τάφοις. Ο Θεός, εν τω εκπορεύεσθαι σε ενώπιον του λαού σου, εν τω διαβαίνειν σε εν τη ερήμω. Γη εσείσθη και γαρ οι ουρανοί έσταξαν από προσώπου του Θεού του Σινά, από προσώπου του Θεού Ισραήλ. Βροχήν εκούσιον αφοριείς, ο Θεός, τη κληρονομία σου· και ησθένησε, συ δε κατηρτίσω αυτήν. Τα ζώα σου κατοικούσιν εν αυτή· ητοίμασας εν τη χρηστότητι σου τω πτωχώ, ο Θεός. Κύριος δώσει ρήμα τοις ευαγγελιζομένοις δυνάμει πολλή. Ο βασιλεύς των δυνάμεων του αγαπητού, τη ωραιότητι του οίκου διελέσθαι σκύλα. Εάν κοιμηθήτε αναμέσον των κλήρων, πτέρυγες περιστεράς· περιηργυρωμέναι και τα μετάφρενα αυτής εν χλωρότητι χρυσίου. Εν τω διαστέλλειν τον Επουράνιον βασιλείς επ΄αυτής χιονωθήσονται εν Σελμών, Όρος του Θεού, όρος πίον, όρος τετυρωμένον, όρος πίον. Ινατί υπολαμβάνετε όρη τετυρωμένα, το όρος, ό ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ; και γαρ ο Κύριος κατασκηνώσει εις τέλος. Το άρμα του Θεού μυριοπλάσιον, χιλιάδες ευθηνούντων. Κύριος εν αυτοίς εν Σινά ην, εν τω αγίω. Αναβάς εις ύψος, ηχμαλώτευσας αιχμαλωσίαν, έλαβες δόματα εν ανθρώποις· και γαρ απειθούντας του κατασκηνώσαι. Κύριος ο Θεός ευλογητός, ευλογητός Κύριος ημέραν καθ΄ημέραν· κατευοδώσαι ημίν Θεός των σωτηρίων ημών. Ο Θεός ημών, ο Θεός του σώζειν· και του Κυρίου Κυρίου αι διέξοδοι του θανάτου. Πλήν ο Θεός συνθλάσει κεφαλάς εχθρών αυτού, κορυφήν τριχός διαπορευομένων εν πλημμελείαις αυτών. Είπε Κύριος· εκ Βασάν επιστρέψω, επιστρέψω εν βυθοίς θαλάσσης. ΄Οπως αν βαφή ο πους σου εν αίματι, η γλώσσα των κυνών σου εξ εχθρών παρ΄αυτού. Εθεωρήθησαν αι πορείαι σου, ο Θεός, αι πορείαι του Θεού μου του βασιλέως του εν τω αγίω. Προέφθασαν άρχοντες, εχόμενοι ψαλλόντων, εν μέσω νεανίδων τυμπανιστριών. Εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν, Κύριον εκ πηγών Ισραήλ. Εκεί Βενιαμίν νεώτερος εν εκστάσει, άρχοντες Ιούδα ηγεμόνες αυτών, άρχοντες Ζαβουλών, άρχοντες Νεφθαλείμ. 'Εντειλαι ο Θεός, τη δυνάμει σου· δυνάμωσον ο Θεός, τούτο, ο κατειργάσω εν ημίν. Από του ναού σου επί Ιερουσαλήμ, σοι οίσουσι βασιλείς δώρα. Επιτίμησον τοις θηρίοις του καλάμου, η συναγωγή των ταύρων εν ταις δαμάλεσι των λαών του μη αποκλεισθήναι τους δεδοκιμασμένους τω αργυρίω· διασκόρπισον έθνη τα τους πολέμους θέλοντα. 'Ηξουσι πρέσβεις εξ Αιγύπτου, Αιθιοπία προφθάσει χείρα αυτής τω Θεώ. Αι βασιλείαι της γης, άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω, τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς· ιδού δώσει τη φωνή αυτού φωνήν δυνάμεως. Δότε δόξαν τω Θεώ· επί τον Ισραήλ η μεγαλοπρέπεια αυτού και η δύναμις αυτού εν ταις νεφέλαις. Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού· ο Θεός Ισραήλ, αυτός δώσει δύναμιν και κραταίωσιν τω λαώ αυτού. Ευλογητός ο Θεός.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΞΗ΄.68
Σώσον με, ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. Ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ έστιν υπόστασις· ήλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισε με. Εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου. Επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου οι μισούντες με δωρεάν· εκραταιώθησαν οι εχθροί μου, οι εκδιώκοντες με αδίκως· ά ουχ ήρπασα, τότε απετίννυον. Ο Θεός, συ έγνως την αφροσύνην μου και αι πλημμέλειαι μου από σου ούκ απεκρύβησαν. Μη αισχυνθείησαν επ΄εμέ οι υπομένοντες σε, Κύριε, Κύριε των δυνάμεων· μηδέ εντραπείησαν επ΄εμέ οι ζητούντες σε, ο Θεός του Ισραήλ. Ότι ένεκα σου υπήνεγκα ονειδισμόν, εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπον μου. Απηλλοτριωμένος εγενήθην τοις αδελφοίς μου και ξένος τοις υιοίς της μητρός μου. Ότι ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγε με και οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ΄εμέ. Και συνεκάλυψα εν νηστεία την ψυχήν μου και εγενήθη εις ονειδισμούς εμοί. Και εθέμην το ένδυμα μου σάκκον και εγενόμην αυτοίς εις παραβολήν. Κατ΄εμού ηδολέσχουν οι καθήμενοι εν πύλαις και εις εμέ έψαλλον οι πίνοντες οίνον. Εγώ δε τη προσευχή μου προς σε, Κύριε· καιρός ευδοκίας· ο Θεός, εν τω πλήθει του ελέους σου επάκουσον μου, εν αληθεία της σωτηρίας σου. Σώσον με από πηλού, ίνα μη εμπαγώ· ρυσθείην εκ των μισούντων με και εκ των βαθέων των υδάτων. Μη με καταποντισάτω καταιγίς ύδατος, μηδέ καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω επ΄εμέ φρέαρ το στόμα αυτού. Εισάκουσον μου, Κύριε, ότι χρηστόν το έλεος σου, κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, επίβλεψον επ΄εμέ. Μη αποστρέψης το πρόσωπον σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι, ταχύ επάκουσον μου. Πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν· ένεκα των εχθρών μου ρύσαι με. Συ γαρ γινώσκεις τον ονειδισμόν μου και την αισχύνην μου και την έντροπην μου· εναντίον σου πάντες οι θλίβοντες με. Ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν· και υπέμεινα συλλυπούμενον και ουχ υπήρξε· και παρακαλούντας και ουχ εύρον. Και έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν και εις την δίψαν μου επότισαν με όξος. Γενηθήτω η τράπεζα αυτών ενώπιον αυτών εις παγίδα και εις ανταπόδοσιν και εις σκάνδαλον. Σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών του μη βλέπειν και τον νώτον αυτών διαπαντός σύγκαμψον. ΄Εκχεον επ΄αυτούς την οργήν σου και ο θυμός της οργής σου καταλάβοι αυτούς. Γενηθήτω η έπαυλις αυτών ηρημωμένη και εν τοις σκηνώμασιν αυτών μη έστω ο κατοικών. Ότι, όν συ επάταξας, αυτοί κατεδίωξαν και επί το άλγος των τραυμάτων μου προσέθηκαν. Πρόσθες ανομίαν επί τη ανομία αυτών και μη εισελθέτωσαν εν δικαιοσύνη σου. Εξαλειφθήτωσαν εκ βίβλου ζώντων και μετά δικαίων μη γραφήτωσαν. Πτωχός και άλγων ειμί εγώR η σωτηρία σου, ο Θεός, αντιλάβοιτο μοι. Αινέσω το όνομα του Θεού μετ΄ωδής, μεγαλυνώ αυτόν εν αινέσει. Και αρέσει τω Θεώ υπέρ μόσχον νέον, κέρατα εκφέρονται και οπλάς. Ιδέτωσαν πτωχοί και ευφρανθήτωσαν· εκζητήσατε τον Θεόν και ζήσεται η ψυχή ημών. Ότι εισήκουσε των πενήτων ο Κύριος και τους πεπεδημένους αυτού ούκ εξουδένωσε. Αινεσάτωσαν αυτόν οι ουρανοί και η γη, θάλασσα και πάντα τα έρποντα εν αυτή. Ότι ο Θεός σώσει την Σιών και οικοδομηθήσονται αι πόλεις της Ιουδαίας και κατοικήσουσιν εκεί και κληρονομήσουσιν αυτήν. Και το σπέρμα των δούλων σου καθέξουσιν αυτήν και οι αγαπώντες το όνομα σου κατασκηνώσουσιν εν αυτή.

Ψαλμός ΞΘ΄.69
Ο Θεός, εις την βοήθειαν μου πρόσχες· Κύριε, εις το βοηθήσαι μοι σπεύσον. Αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι βουλόμενοι μοι κακά. Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντες μοι Εύγε, εύγε! Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοι πάντες οι ζητούντες σε, ο Θεός και λεγέτωσαν διαπαντός. Μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριον σου. Εγώ δε πτωχός ειμί και πένης· ο Θεός, βοήθησον μοι· βοηθός μου και ρύστης μου ει συ, Κύριε· μη χρονίσης.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια

Ψαλμός Ο΄.70
Επι σοί, Κύριε, ήλπισα· μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα. Εν τη δικαιοσύνη σου ρύσαι με και εξελού με· κλίνον προς με το ους σου και σώσον με. Γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν και εις τόπον οχυρόν του σώσαι με· ότι στερέωμα μου και καταφυγή μου ει συ. Ο Θεός μου, ρύσαι με εκ χειρός αμαρτωλού, εκ χειρός παρανομούντος και αδικούντος. Ότι συ ει η υπομονή μου, Κύριε· Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητος μου. Επί σε επεστηρίχθην από γαστρός, εκ κοιλίας μητρός μου συ μου ει σκεπαστής· εν σοι η ύμνησις μου δια παντός. Ωσεί τέρας εγενήθην εν πολλοίς και συ βοηθός μου κραταιός. Πληρωθήτω το στόμα μου αινέσεως, όπως υμνήσω την δόξαν σου, όλην την ημέραν την μεγαλοπρέπειαν σου. Μη απορρίψης με εις καιρόν γήρως· εν των εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλίπης με. Ότι είπον οι έχθροι μου εμοί και οι φυλάσσοντες την ψυχήν μου εβουλεύσαντο επί το αυτό. Λέγοντες· ο Θεός εγκατέλιπεν αυτόν· καταδιώξατε και καταλάβετε αυτόν, ότι ούκ έστιν ο ρυόμενος. Ο Θεός μου, μη μακρύνης απ΄εμού· ο Θεός μου, εις την βοήθειαν μου πρόσχες. Αισχυνθήτωσαν και εκλιπέτωσαν οι ενδιαβάλλοντες την ψυχήν μου· περιβαλλέσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι ζητούντες τα κακά μοι. Εγώ δε διαπαντός ελπιώ επι σε και προσθήσω επί πάσαν την αίνεσιν σου. Το στόμα μου αναγγελεί την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέραν την σωτηρίαν σου· ότι ούκ έγνων γραμματείας. Εισελεύσομαι εν δυναστεία Κυρίου, Κύριε, μνησθήσομαι της δικαιοσύνης σου μόνου. Ο Θεός μου, ά εδίδαξας με εκ νεότητος μου και μέχρι του νυν απαγγελώ τα θαυμάσια σου. Και έως γήρως και πρεσβείου, ο Θεός μου, μη εγκαταλίπης με· έως αν απαγγείλω τον βραχίονα σου τη γενεά πάση τη ερχομένη. Την δυναστείαν σου και την δικαιοσύνην σου, ο Θεός, έως των υψίστων, ά εποίησας μοι μεγαλεία. Ο Θεός, τίς όμοιος σοι; ΄Οσας έδειξας μοι θλίψεις πολλάς και κακάς· και επιστρέψας παρεκάλεσας με και εκ των αβύσσων της γης πάλιν ανήγαγες με. Και γαρ εγώ εξομολογήσομαι σοι εν λαοίς, Κύριε, εν σκεύεσι ψαλμού την αλήθειαν σου, ο Θεός· ψαλώ σοι εν κιθάρα, ο άγιος του Ισραήλ. Αγαλλιάσονται τα χείλη μου, όταν ψάλω σοι και η ψυχή μου, ήν ελυτρώσω. ΄Ετι δε και η γλώσσα μου όλην την ημέραν μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όταν αισχυνθώσι και εντραπώσιν οι ζητούντες τα κακά μοι.

071 - 080

Ψαλμός ΟΑ΄.71
Ο Θεός, το κρίμα σου τω βασιλεί δος και την δικαιοσύνην σου τω υιώ του βασιλέως. Κρίνειν τον λαόν σου εν δικαιοσύνη και τους πτωχούς σου εν κρίσει. Αναλαβέτω τα όρη ειρήνην τω λαώ και οι βουνοί δικαιοσύνην. Κρινεί τους πτωχούς του λαού και σώσει τους υιούς των πενήτων και ταπεινώσει συκοφάντην. Και συμπαραμενεί τω ηλίω και προ της σελήνης γενεάς γενεών. Καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην. Ανατελεί εν ταις ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης, εως ου ανταναιρεθή η σελήνη. Και κατακυριεύσει από θαλάσσης εως θαλάσσης και από ποταμών εως περάτων της οικουμένης. Ενώπιον αυτού προπεσούνται Αιθίοπες και οι εχθροί αυτού χουν λείξουσι. Βασιλείς Θαρσείς και νήσοι δώρα προσοίσουσι, βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσι. Και προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς της γης, πάντα τα έθνη δουλεύσουσιν αυτώ. Ότι ερρύσατο πτωχόν εκ δυνάστου και πένητα, ώ ουχ υπήρχε βοηθός. Φείσεται πτωχού και πένητος και ψυχάς πενήτων σώσει. Εκ τόκου και εξ αδικίας λυτρώσεται τας ψυχάς αυτών και έντιμον το όνομα αυτού ενώπιον αυτών. Και ζήσεται και δοθήσεται αυτώ εκ του χρυσίου της Αραβίας· και προσεύξονται περί αυτού δια παντός· όλην την ημέραν ευλογήσουσιν αυτόν. ΄Εσται στήριγμα εν τη γη επ΄άκρων των ορέων· υπεραρθήσεται υπέρ τον Λίβανον ο καρπός αυτού και εξανθήσουσιν εκ πόλεως ωσεί χόρτος της γης. ΄Εσται το όνομα αυτού ευλογημένον εις τους αιώνας· προ του ηλίου διαμένει το όνομα αυτού· και ενευλογηθήσονται εν αυτώ πάσαι αι φυλαί της γης, πάντα τα έθνη μακαριούσιν αυτόν. Ευλογητός Κύριος, ο Θεός τω Ισραήλ, ο ποιών θαυμάσια μόνος. Και ευλογημένον το όνομα της δόξης αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Και πληρωθήσεται της δόξης αυτού πάσα  η γη. Γένοιτο, γένοιτο.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΟΒ΄.72
Ως αγαθός ο Θεός τω Ισραήλ, τοις ευθέσι τη καρδία! Εμού δε παραμικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες, παρ΄ολίγον εξεχύθη τα διαβήματα μου. Ότι εζήλωσα επί τοις ανόμοις, ειρήνην αμαρτωλών θεωρών. Ότι ουκ έστιν ανάνευσις εν τω θανάτω αυτών και στερέωμα εν τη μάστιγι αυτών. Εν κόποις ανθρώπων ουκ εισί και μετά ανθρώπων ου μαστιγωθήσονται. Δια τούτο εκράτησεν αυτούς η υπερηφανία αυτών εις τέλος, περιεβάλοντο αδικίαν και ασέβειαν εαυτών. Εξελεύσεται ως εκ στέατος η αδικία αυτών· διήλθοσαν εις διάθεσιν καρδίας. Διενοήθησαν και ελάλησαν εν πονηρία· αδικίαν εις το ύψος ελάλησαν. 'Εθεντο εις ουρανόν το στόμα αυτών και η γλώσσα αυτών διήλθε επί της γης. Δια τούτο επιστρέψει ο λαός μου ενταύθα· και ημέραι πλήρεις ευρεθήσονται εν αυτοίς. Και είπον· Πώς έγνω ο Θεός; και εί έστι γνώσις εν τω Υψίστω; Ιδού ούτοι οι αμαρτωλοί και οι ευθηνούντες εις τον αιώνα κατέσχον πλούτου. Και είπα· Άρα ματαίως εδικαίωσα την καρδίαν μου και ενιψάμην εν αθώοις τας χείρας μου. Και εγενόμην μεμαστιγωμένος όλην την ημέραν και ο έλεγχος μου εις τας πρωίας. Και έλεγον· Διηγήσομαι ούτως· ιδού τη γενεά των υιών σου ησυνθέτηκα. Και υπέλαβον του γνώναι· τούτο κόπος εστίν ενώπιον μου. Έως ου εισέλθω εις το αγιαστήριον του Θεού και συνώ εις τα έσχατα αυτών. Πλήν δια τας δολιότητας αυτών έθου αυτοίς κακά, κατέβαλες αυτούς εν τω επαρθήναι. Πώς εγένοντο εις ερήμωσιν; εξάπινα εξέλιπον, απώλοντο δια την ανομίαν αυτών. Ωσεί ενύπνιον εξεγειρομένου, Κύριε, εν τη πόλει σου την εικόνα αυτών εξουδενώσεις. Ότι εξεκαύθη η καρδία μου και οι νεφροί μου ηλλοιώθησαν. Καγώ εξουδενωμένος και ουκ έγνων· κτηνώδης εγενήθην παρά σοι, καγώ διαπαντός μετά σου. Εκράτησας της χειρός της δεξιάς μου και εν τη βουλή σου ωδήγησας με και μετά δόξης προσελάβου με. Τί γαρ μοι υπάρχει εν τω ουρανώ; και παρά σου τί ηθέλησα επί της γης; Εξέλιπεν η καρδία μου και η σάρξ μου· ο Θεός της καρδίας μου και η μερίς μου  ο Θεός εις τον αιώνα. Ότι ιδού οι μακρύνοντες εαυτούς από σου, απολούνται· εξωλόθρευσας πάντα τον πορνεύονται από σου. Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστί, τίθεσθαι εν τω Κυρίω την ελπίδα μου, του εξαγγείλαι με πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών.

Ψαλμός ΟΓ΄.73
Ινατί, ο Θεός, απώσω εις τέλος; ωργίσθη ο θυμός σου επί πρόβατα νομής σου; Μνήσθητι της συναγωγής σου, ης εκτήσω απ΄αρχής. Ελυτρώσω ράβδον κληρονομίας σου· όρος Σιών τούτο, ο κατεσκήνωσας εν αυτώ. 'Επαρον τας χείρας σου επί τας υπερηφανίας αυτών εις τέλος· όσα επονηρεύσατο ο εχθρός εν τω αγίω σου. Και ενεκαυχήσαντο οι μισούντες σε εν μέσω της εορτής σου. 'Εθεντο τα σημεία αυτών σημεία και ούκ έγνωσαν, ως εις την έξοδον υπεράνω. Ως εν δρυμώ ξύλων αξίναις εξέκοψαν τας θύρας αυτής επί το αυτό· εν πελέκει και λαξευτηρίω κατέρραξαν αυτήν. Ενεπύρισαν εν πυρί το αγιαστήριον σου, εις την γην εβεβήλωσαν το σκήνωμα του ονόματος σου. Είπον εν τη καρδία αυτών αι συγγένειαι αυτών επί το αυτό· Δεύτε και καταπαύσωμεν πάσας τας εορτάς του Θεού από της γης. Τα σημεία αυτών ούκ είδομεν· ούκ έστιν έτι προφήτης και ημάς ου γνώσεται έτι. Έως πότε, ο Θεός, ονειδιεί ο εχθρός, παροξυνεί ο υπεναντίος το όνομα σου εις τέλος; Ινατί αποστρέφεις την χείρα σου και την δεξιάν σου εκ μέσου του κόλπου  σου εις τέλος; Ο δε Θεός βασιλεύς ημών προ αιώνων· ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης. Συ εκραταίωσας εν τη δυνάμει σου την θάλασσαν· συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος. Συ συνέθλασας την κεφαλήν του δράκοντος, έδωκας αυτόν βρώμα λαοίς τοις Αιθίοψι. Συ διέρρηξας πηγάς και χειμάρρους· συ εξήρανας ποταμούς Ηθάμ. Ση εστίν η ημέρα και ση εστίν η νυξ· συ κατηρτίσω φαύσιν και ήλιον. Σύ εποίησας πάντα τα ωραία της γης, θέρος και έαρ· σύ έπλασας αυτά. Μνήσθητι ταύτης· εχθρός ωνείδισε τον Κύριον και λαός άφρων παρώξυνε το όνομα σου. Μη παραδώς τοις θηρίοις ψυχήν εξομολογουμένην σοι· των ψυχών των πενήτων σου μη επιλάθη εις τέλος. Επίβλεψον  επί την διαθήκην σου· ότι επληρώθησαν οι εσκοτισμένοι της γης οίκων ανομιών. Μη αποστραφήτω τεταπεινωμένος και κατησχυμμένος· πτωχός και πένης αινέσουσι το όνομα σου. Ανάστα ο Θεός, δίκασον την δίκην σου· μνήσθητι των ονειδισμών σου των υπό άφρονος όλην την ημέραν. Μη επιλάθη της φωνής των ικετών σου· η υπερηφανία των μισούντων σε ανέβη δια παντός.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΟΔ΄.74
Εξομολογήσομαι σοι, ο Θεός· εξομολογησόμεθα σοι και επικαλεσόμεθα το όνομα σου· διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσια του. ΄Οταν λάβω καιρόν, εγώ ευθύτητας κρινώ. Ετάκη η γη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή· εγώ εστερέωσα τους στύλους αυτής. Είπα τοις παρανομούσιR Μη παρανομείτε· και τοις αμαρτάνουσι· Μη υψούτε κέρας. Μη επαίρετε εις ύψος το κέρας υμών και μη λαλείτε κατά του Θεού αδικίαν. Ότι ούτε εξ εξόδων, ούτε από δυσμών, ούτε από ερήμων ορέων ότι ο Θεός κριτής έστι. Τούτον ταπεινοί και τούτον υψοί· ότι ποτήριον εν χειρί Κυρίου, οίνου ακράτου, πλήρες κεράσματος. Και έκλινεν εκ τούτου εις τούτο, πλην ο τρυγίας αυτού ούκ εξεκενώθη, πίονται πάντες οι αμαρτωλοί της γης. Εγώ δε αγαλλιάσομαι εις τον αιώνα, ψαλώ τω Θεώ Ιακώβ. Και πάντα τα κέρατα των αμαρτωλών συνθλάσω και υψωθήσεται το κέρας του δικαίου.

Ψαλμός ΟΕ΄.75
Γνωστός εν τη Ιουδαία ο Θεός· εν τω Ισραήλ μέγα το όνομα αυτού. Και εγενήθη εν ειρήνη ο τόπος αυτού και το κατοικητήριον αυτού εν Σιών. Εκεί συνέτριψε τα κράτη των τόξων, όπλον και ρομφαίαν και πόλεμον. Φωτίζεις συ θαυμαστώς από ορέων αιωνίων. Εταράχθησαν πάντες οι ασύνετοι τη καρδία· ύπνωσαν ύπνον αυτών και ούχ εύρον ουδέν πάντες οι άνδρες του πλούτου ταις χερσίν αυτών. Από επιτιμήσεως σου, ο Θεός Ιακώβ, ενύσταξαν οι επιβεβηκότες τοις ίπποις. Συ φοβερός ει και τίς αντιστήσεται σοι; από τότε η οργή σου. Εκ του ουρανού ηκούτισας κρίσιν. Γη εφοβήθην και ησύχασεν εν τω αναστήναι εις κρίσιν τον Θεόν, του σώσαι πάντας τους πραείς της γης. Ότι ενθύμιον ανθρώπου εξομολογήσεται σοι και εγκατάλειμμα ενθυμίου εορτάσει σοι. Εύξασθε και απόδοτε Κυρίω τω Θεώ ημών· πάντες οι κύκλω αυτού οίσουσι δώρα. Τω φοβερώ και αφαιρουμένω πνεύματα αρχόντων, φοβερώ παρά τοις βασιλεύσι της γης.

Ψαλμός ΟΣΤ΄.76
Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς τον Θεόν και προσέσχε μοι. Εν ημέρα θλίψεως μου τον Θεόν εξεζήτησα· ταις χερσί μου νυκτός εναντίον αυτού και ούκ ηπατήθην· απηνήνατο παρακληθήναι η ψυχή μου. Εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην· ηδολέσχησα και ωλιγοψύχησε το πνεύμα μου. Προκατελάβοντο φύλακας οι οφθαλμοί μου· εταράχθην και ούκ ελάλησα. Διελογισάμην ημέρας αρχαίας και έτη αιώνια εμνήσθην και εμελέτησα. Νυκτός μετά καρδίας μου ηδολέσχουν και έσκαλλε το πνεύμα μου. Μη εις τους αιώνας απώσεται Κύριος και ου προσθήσει του ευδοκήσαι έτι; ΄Η εις τέλος το έλεος αυτού αποκόψει; συνετέλεσε ρήμα από γενεάς εις γενεάν; ΄Η επιλήσεται του οικτειρήσαι ο Θεός; ή συνέξει εν τη οργή αυτού τους οικτιρμούς αυτού; Και είπα· Νυν ηρξάμην· αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου. Εμνήσθην των έργων Κυρίου· ότι μνησθήσομαι από της αρχής των θαυμασίων σου. Και μελετήσω εν πάσι τοις έργοις σου και εν τοις επιτηδεύμασι σου αδολεσχήσω. Ο Θεός, εν τω αγίω η οδός σου· τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; συ εί ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια. Εγνώρισας εν τοις λαοίς την δύναμιν σου, ελυτρώσω εν τω βραχίονι σου τον λαόν σου, τους υιούς Ιακώβ και Ιωσήφ. Είδοσαν σε ύδατα ο Θεός, είδοσαν σε ύδατα και εφοβήθησαν· εταράχθησαν άβυσσοι· πλήθος ηχούς υδάτων. Φωνήν έδωκαν αι νεφέλαι· και γαρ τα βέλη σου διαπορεύονται. Φωνή της βροντής σου εν τω τροχώ· έφαναν αι αστραπαί σου τη οικουμένη· εσαλεύθη και έντρομος εγενήθη η γη. Εν τη θαλάσση αι οδοί σου και αι τρίβοι σου εν ύδασι πολλοίς και τα ίχνη σου ου γνωσθήσονται. Ωδήγησας ως πρόβατα τον λαόν σου εν χειρί Μωυσή και Ααρών.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούϊα.

 
 Ψαλμός ΟΖ΄.77
Προσέχετε, λαός μου, τω νόμω μου· κλίνατε το ούς υμών εις τα ρήματα του στόματος μου. Ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου· φθέγξομαι προβλήματα απ΄αρχής. ΄Οσα ηκούσαμεν και έγνωμεν αυτά και οι πατέρες ημών διηγήσαντο ημίν. Ούκ εκρύβη από των τέκνων αυτών εις γενεάν ετέραν, απαγγέλοντες τας αινέσεις του Κυρίου και τας δυναστείας αυτού και τα θαυμάσια αυτού, ά εποίησε. Και ανέστησε μαρτύριον εν Ιακώβ και νόμον έθετο εν Ισραήλ. ΄Οσα ενετείλατο τοις πατράσιν ημών του γνωρίσαι αυτά τοις υιοίς αυτών. ΄Οπως αν γνω γενεά ετέρα, υιοί οι τεχθησόμενοι και αναστήσονται και απαγγελούσιν αυτά τοις υιοίς αυτών. ΄Ινα θώνται επί τον Θεόν την ελπίδα αυτών και μη επιλάθωνται των έργων του Θεού και τας εντολάς αυτού εκζητήσωσι. ΄Ινα μη γένωνται ως οι πατέρες αυτών, γενεά σκολιά και παραπικραίνουσα. Γενεά, ήτις ου κατήυθυνε την καρδία εαυτής και ούκ επιστώθη μετά του Θεού το πνεύμα αυτής. Υιοί Εφραίμ, εντείνοντες και βάλλοντες τόξοις, εστράφησαν εν ημέρα πολέμου. Ούκ εφύλαξαν την διαθήκην του Θεού και εν τω νόμω αυτού ούκ ηβουλήθησαν πορεύεσθαι. Και επελάθοντο των ευεργεσιών αυτού και των θαυμασίων αυτού, ων έδειξεν αυτοίς. Εναντίον των πατέρων αυτών, ά εποίησε θαυμάσια εν γη Αιγύπτω, εν πεδίω Τάνεως. Διέρρηξε θάλασσαν και διήγαγεν αυτούς· παρέστησεν ύδατα ωσεί ασκόν. Και ωδήγησεν αυτούς εν νεφέλη ημέρας και όλην την νύκτα εν φωτισμώ πυρός. Διέρρηξε πέτραν εν ερήμω και επότισεν αυτούς ως εν αβύσσω πολλή. Και εξήγαγεν ύδωρ εκ πέτρας και κατήγαγεν ως ποταμούς ύδατα. Και προσέθεντο έτι του αμαρτάνειν αυτώR παρεπίκραναν τον Ύψιστον εν ανύδρω. Και εξεπείρασαν τον Θεόν εν ταις καρδίαις αυτών, του αιτήσαι βρώματα ταις ψυχαίς αυτών. Και κατελάλησαν του Θεού και είπον· Μη δυνήσεται ο Θεός ετοιμάσαι τράπεζαν εν ερήμω; Επεί επάταξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν· μη και άρτον δύναται δούναι, ή ετοιμάσαι τράπεζαν τω λαώ αυτού; Δια τούτο ήκουσε Κύριος και ανεβάλετο και πυρ ανήφθη εν Ιακώβ και οργή ανέβη επί τον Ισραήλ. Ότι ούκ επίστευσαν εν τω Θεώ, ουδέ ήλπισαν επί το σωτήριον αυτού. Και ενετείλατο νεφέλαις υπεράνωθεν και θύρας ουρανού ανέωξε. Και έβρεξεν αυτοίς μάννα φαγείν και άρτον ουρανού έδωκεν αυτοίς. Άρτον αγγέλων έφαγεν άνθρωπος, επισιτισμόν απέστειλεν αυτοίς εις πλησμονήν. Απήρε Νότον εξ ουρανού και επήγαγεν εν τη δυνάμει αυτού Λίβα. Και έβρεξεν επ΄αυτούς ωσεί χούν σάρκας και ωσεί άμμον θαλασσών πετεινά πτερωτά. Και επέπεσον εν μέσω παρεμβολής αυτών, κύκλω των σκηνωμάτων αυτών. Και έφαγον και ενεπλήσθησαν σφόδρα και την επιθυμίαν αυτών ήνεγκεν αυτοίς· ούκ εστερήθησαν από της επιθυμίας αυτών. ΄Ετι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών και η οργή του Θεού ανέβη επ΄αυτούς και απέκτεινεν εν τοις πλείοσιν αυτών και τους εκλεκτούς τους Ισραήλ συνεπόδισεν. Εν πάσι τούτοις ήμαρτον έτι και ούκ επίστευσαν εν τοις θαυμασίοις αυτού. Και εξέλιπον εν ματαιότητι αι ημέραι αυτών και τα έτη αυτών μετά σπουδής. Όταν απέκτεινεν αυτούς, τότε εξεζήτουν αυτόν και επέστρεφον και ώρθριζον προς τον Θεόν. Και εμνήσθησαν ότι ο Θεός βοηθός αυτών έστι και ο Θεός ο Ύψιστος λυτρωτής αυτών έστι. Και ηγάπησαν αυτόν εν τω στόματι αυτών και τη γλώσση αυτών εψεύσαντο αυτώ. Η δε καρδία αυτών ούκ ευθεία μετ΄αυτού, ουδέ επιστώθησαν εν τη διαθήκη αυτού. Αυτός δε έστιν οικτίρμων και ιλάσκεται ταις αμαρτίαις αυτών. Και ού διαφθερεί και πληθυνεί του αποστρέψαι τον θυμόν αυτού και ουχί εκκαύσει πάσαν την οργήν αυτού. Και εμνήσθη ότι σάρξ είσι, πνεύμα πορευόμενον και ούκ επιστρέφον. Ποσάκις παρεπίκραναν αυτόν εν τη ερήμω, παρώργισαν αυτόν εν γη ανύδρω; Και επέστρεψαν και επείρασαν τον Θεόν και τον άγιον του Ισραήλ παρώξυναν. Και ούκ εμνήσθησαν της χειρός αυτού, ημέρας ης ελυτρώσατο αυτούς εκ χειρός θλίβοντος. Ως έθετο εν Αιγύπτω τα σημεία αυτού και τα τέρατα αυτού εν πεδίω Τάνεως. Και μετέστρεψεν εις αίμα τους ποταμούς αυτών και τα ομβρήματα αυτών, όπως μη πίωσι. Εξαπέστειλεν εις αυτούς κυνόμυιαν και κατέφαγεν αυτούς· και βάτραχον και διέφθειρεν αυτούς. Και έδωκε τη ερυσίβη τους καρπούς αυτών και τους πόνους αυτών τη ακρίδι. Απέκτεινεν εν χαλάζη την άμπελον αυτών και τους συκαμίνους αυτών εν τη πάχνη. Και παρέδωκεν εις χάλαζαν τα κτήνη αυτών και την ύπαρξιν αυτών τω πυρί. Εξαπέστειλεν εις αυτούς οργήν θυμού αυτού, θυμόν και οργήν και θλίψιν, αποστολήν δι΄αγγέλων πονηρών. Ωδοποίησε τρίβον τη οργή αυτούR και ούκ εφείσατο από θανάτου των ψυχών αυτών και τα κτήνη αυτών εις θάνατον συνέκλεισε. Και επάταξε παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω, απαρχήν παντός πόνου αυτών, εν τοις σκηνώμασι Χαμ. Και απήρεν ως πρόβατα τον λαόν αυτού και ανήγαγεν αυτούς ως ποίμνιον εν ερήμω. Και ωδήγησεν αυτούς επ΄ελπίδι και ούκ έδειλίασανR και τους εχθρούς αυτών εκάλυψε θάλασσα. Και εισήγαγεν αυτούς εις όρος αγιάσματος αυτού, όρος τούτο, ό εκτήσατο η δεξιά αυτού. Και εξέβαλεν από προσώπου αυτών έθνη και εκληροδότησεν αυτούς εν σχοινίω κληροδοσίας. Και κατεσκήνωσεν εν τοις σκηνώμασιν αυτών τας φυλάς του Ισραήλ. Και επείρασαν και παρεπίκραναν τον Θεόν τον Ύψιστον και τα μαρτύρια αυτού ούκ εφυλάξαντο. Και απέστρεψαν και ηθέτησαν, καθώς και οι πατέρες αυτών· μετεστράφησαν εις τόξον στρεβλόν. Και παρώργισαν αυτόν εν τοις βουνοίς αυτών και εν τοις γλυπτοίς αυτών παρεζήλωσαν αυτόν. ΄Ηκουσεν ο Θεός και υπερείδε και εξουδένωσε σφόδρα τον Ισραήλ. Και απώσατο την σκηνήν Σηλώμ, σκήνωμα, ό κατεσκήνωσεν εν ανθρώποις. Και παρέδωκεν εις αιχμαλωσίαν την ισχύν αυτών και την καλλονήν αυτών εις χείρας εχθρών. Και συνέκλεισεν εν ρομφαία τον λαόν αυτού. και την κληρονομίαν αυτού υπερείδε. Τους νεανίσκους αυτών κατέφαγε πυρ και αι παρθένοι αυτών ούκ επένθησαν. Οι ιερείς αυτών εν ρομφαία έπεσον και αι χήραι αυτών ου κλαυθήσονται. Και εξηγέρθη ως ο υπνών Κύριος, ως δυνατός κεκραιπαληκώς εξ οίνου. Και επάταξε τους εχθρούς αυτού εις τα οπίσω, όνειδος αιώνιον έδωκεν αυτοίς. Και απώσατο το σκήνωμα Ιωσήφ και την φυλήν Εφραίμ ούκ εξελέξατο. Και εξελέξατο την φυλήν του Ιούδα, το όρος το Σιών, ό ηγάπησε. Και ωκοδόμησεν ως μονοκέρωτος το αγίασμα αυτού· εν τη γη εθεμελίωσεν αυτήν εις τον αιώνα. Και εξελέξατο Δαυίδ τον δούλον αυτού και ανέλαβεν αυτόν εκ των ποιμνίων των προβάτων. Εξόπισθεν των λοχευομένων έλαβεν αυτόν, ποιμαίνειν Ιακώβ τον δούλον αυτού και Ισραήλ την κληρονομίαν αυτού. Και εποίμανεν αυτούς εν τη ακακία της καρδίας αυτού και εν ταις συνέσεσι των χειρών αυτού ωδήγησεν αυτούς.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.


 Ψαλμός ΟΗ΄.78
Ο Θεός, ήλθοσαν έθνη εις κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιον σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον. ΄Εθεντο τα θνησιμαία των δούλων σου βρώματα τοις πετεινοίς του ουρανού, τας σάρκας των οσίων σου τοις θηρίοις της γης. Εξέχεαν το αίμα αυτών ωσεί ύδωρ κύκλω Ιερουσαλήμ και ούκ ην ο θάπτων. Εγενήθημεν όνειδος τοις γείτοσιν ημών, μυκτηρισμός και χλευασμός τοις κύκλω ημών. Έως πότε, Κύριε, οργισθήση εις τέλος, εκκαυθήσεται ως πύρ ο ζήλος σου; ΄Εκχεον την οργήν σου επί τα έθνη τα μη γινώσκοντα σε και επί βασιλείας, αί το όνομα σου ούκ επεκαλέσαντο. Ότι κατέφαγον τον Ιακώβ και τον τόπον αυτού ηρήμωσαν. Μη μνησθής ημών ανομιών αρχαίων· ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς οι οικτιρμοί σου, Κύριε, ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα. Βοήθησον ημίν, ο Θεός ο Σωτήρ ημών, ένεκεν της δόξης του ονόματος σου· Κύριε, ρύσαι ημάς και ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών ένεκεν του ονόματος σου. Μήποτε είπωσι τα έθνη· Πού έστιν ο Θεός αυτών; Και γνωσθήτω εν τοις έθνεσιν ενώπιον των οφθαλμών ημών η εκδίκησις του αίματος των δούλων σου εκκεχυμένου. Εισελθέτω ενώπιον σου ο στεναγμός των πεπεδημένων, κατά την μεγαλωσύνην του βραχίονος σου περιποίησαι τους υιούς των τεθανατωμένων. Απόδος τοις γείτοσιν ημών επταπλασίονα εις τον κόλπον αυτών τον ονειδισμόν αυτών, όν ωνείδισαν σε, Κύριε. Ημείς δε λαός σου και πρόβατα νομής σου, ανθομολογησόμεθα σοι, ο Θεός, εις τον αιώνα, εις γενεάν και γενεάν εξαγελλούμεν την αίνεσίν σου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΟΘ΄.79
Ο ποιμάινων τον Ισραήλ πρόσχες, ο οδηγών ωσεί πρόβατον τον Ιωσήφ. Ο καθήμενος επί των Χερουβείμ εμφάνηθι, εναντίον Εφραίμ και Βενιαμίν και Μανασσή, Εξέγειρον την δυναστείαν σου και ελθέ εις το σώσαι ημάς. Ο Θεός, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπον σου και σωθησόμεθα. Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, έως πότε οργίζη επί την προσευχήν των δούλων σου; Ψωμιείς ημάς άρτον δακρύων; και ποτιείς ημάς εν δάκρυσιν εν μέτρω; ΄Εθου ημάς εις αντιλογίαν τοις γείτοσιν ημών και οι εχθροί ημών εμυκτήρισαν ημάς. Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπον σου και σωθησόμεθα. ΄Αμπελον εξ Αιγύπτου μετήρας· εξέβαλες έθνη και κατεφύτευσας αυτήν. Ωδοποίησας έμπροσθεν αυτής και κατεφύτευσας τας ρίζας αυτής και επλήρωσε την γην. Εκάλυψεν όρη η σκιά αυτής και αι αναδενδράδες αυτής τας κέδρους του Θεού. Εξέτεινε τα κλήματα αυτής έως θαλάσσης και έως ποταμών τας παραφυάδας αυτής. Ινατί καθείλες τον φραγμός αυτής και τρυγώσιν αυτήν πάντες οι παραπορευόμενοι την οδόν; Ελυμήνατο αυτήν σύς εκ δρυμού και μονιός άγριος κατενεμήσατο αυτήν. Ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον δη και επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε και επίσκεψε την άμπελον ταύτην. Και κατάρτισαι αυτήν, ή εφύτευσεν η δεξιά σου και επί υιόν ανθρώπου, όν εκραταίωσας σεαυτώ. Εμπεπυρισμένη πυρί και ανεσκαμμένη· από επιτιμήσεως του προσώπου σου απολούνται. Γενηθήτω η χείρ σου επ΄άνδρα δεξιάς σου και επι υιόν ανθρώπου, όν εκραταίωσας σεαυτώ. Και ου μη αποστώμεν από σου· ζωώσεις ημάς και το όνομα σου επικαλεσόμεθα. Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, επίστρεψον ημάς και επίφανον το πρόσωπόν σου και σωθησόμεθα.

Ψαλμός Π΄.80
Αγαλλιάσθε τω Θεώ βοηθώ ημών, αλαλάξατε τω Θεώ Ιακώβ. Λάβετε ψαλμόν και δότε τύμπανον, ψαλτήριον τερπνόν μετά κιθάρας. Σαλπίσατε εν νεομηνία σάλπιγγι, εν ευσήμω ημέρα εορτής υμών. Ότι πρόσταγμα τω Ισραήλ έστι και κρίμα τω Θεώ Ιακώβ. Μαρτύριον εν τω Ιωσήφ έθετο αυτον, εν τω εξελθείν αυτόν εκ γής Αιγύπτου· γλώσσαν, ήν ούκ έγνω, ήκουσε. Απέστησεν από άρσεων τον νώτον αυτού, αι χείρες αυτού εν τω κοφίνω εδούλευσαν Εν θλίψει επεκαλέσω με και ερρυσάμην σε· επήκουσα σου εν αποκρύφω καταιγίδος, εδοκίμασα σε επί ύδατος αντιλογίας. 'Ακουσον, λαός μου και λαλήσω σοι, Ισραήλ και διαμαρτύρομαι σοι. Εάν ακούσης μου, ούκ έσται εν σοι Θεός πρόσφατος, ουδέ προσκυνήσεις Θεώ αλλοτρίω. Εγώ γαρ είμι Κύριος ο Θεός σου, ο αναγαγών σε εκ γης Αιγύπτου· πλάτυνον το στόμα σου και πληρώσω αυτό. Και ούκ ήκουσεν ο λαός μου της φωνής μου και Ισραήλ ού προσέσχε μοι. Και εξαπέστειλα αυτούς κατά τα επιτηδεύματα των καρδιών αυτών, πορεύσονται εν τοις επιτηδεύμασι αυτών. Ει ο λαός μου ήκουσε μου, Ισραήλ ταις οδοίς μου εί επορεύθη. Εν τω μηδενί αν τους εχθρούς αυτών εταπείνωσα και επί τους θλίβοντες αυτούς επέβαλον αν την χείρα μου. Οι εχθροί Κυρίου εψεύσαντο αυτώ και έσται ο καιρός αυτών εις τον αιώνα. Και εψώμισεν αυτούς εκ στέατος πυρού και εκ πέτρας μέλι εχόρτασεν αυτούς.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

081 - 090

Ψαλμός ΠΑ΄. 81
Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί. Έως πότε κρίνετε αδικίαν και πρόσωπα αμαρτωλών λαμβάνετε; Κρίνατε ορφανώ και πτωχώ, ταπεινόν και πένητα δικαιώσατε. Εξέλεσθε πένητα και πτωχόν, εκ χειρός αμαρτωλού ρύσασθε αυτόν. Ούκ έγνωσαν, ουδέ συνήκαν, εν σκότει διαπορεύονται, σαλευθήτωσαν πάντα τα θεμέλια της γης. Εγώ είπα· Θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες. Υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως εις των αρχόντων πίπτετε. Ανάστα, ο Θεός, κρίνων την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι.

Ψαλμός ΠΒ΄. 82
Ο Θεός, τίς ομοιωθήσεται σοι; μη σιγήσης, μηδέ καταπραϋνης, ο Θεός. Ότι ιδού οι εχθροί σου ήχησαν, και οι μισούντες σε ήραν κεφαλήν. Επί τον λαόν σου κατεπανουργεύσαντο γνώμην και εβουλεύσαντο κατά των αγίων σου. Είπον· Δεύτε και εξολοθρεύσωμεν αυτούς εξ έθνους, και ου μη μνησθή το όνομα Ισραήλ έτι. Ότι εβουλεύσαντο εν ομονοία επί το αυτό, κατά σου διαθήκην διέθεντο· τα σκηνώματα των Ιδουμαίων και οι Ισμαηλίται. Μωάβ και οι Αγαρηνοί, Γεβάλ, και Αμμών, και Αμαλήκ, αλλόφυλοι μετά των κατοικούντων Τύρον. Και γαρ Ασσούρ συμπαρεγένετο μετ΄αυτών, εγενήθησαν εις αντίληψην τοις υιοίς Λωτ. Ποίησον αυτοίς ως τη Μαδιάμ και τω Σισάρα, εν τω Ιαβείμ εν τω χειμάρρω Κισσών. Εξωλοθρεύθησαν εν Αενδώρ, εγενήθησαν ωσεί κόπρος τη γη. Θού τους άρχοντας αυτών ως τον Ωρήβ και Ζήβ και Ζεβεέ και Σαλμανάν· πάντας τους άρχοντας αυτών, οίτινες είπον· Κληρονομήσωμεν εαυτοίς το αγιαστήριον του Θεού. Ο Θεός μου, θού αυτούς ως τροχόν, ως καλάμην κατά πρόσωπον ανέμου. Ωσεί πυρ, ό διαφλέξει δρυμόν, ωσεί φλόξ, ή κατακαύσει όρη. Ούτω καταδιώξεις αυτούς εν τη καταιγίδι σου, και εν τη οργή σου συνταράξεις αυτούς. Πλήρωσον τα πρόσωπα αυτών ατιμίας, και ζητήσουσι το όνομα σου, Κύριε. Αισχυνθήτωσαν και ταραχθήτωσαν εις τον αιώνα του αιώνος και εντραπήτωσαν και απολέσθωσαν. Και γνώτωσαν, ότι όνομα σοι Κύριος, συ μόνος  Ύψιστος επί πάσαν την γήν.

Ψαλμός ΠΓ΄. 83
Ως αγαπητά τα σκηνώματα σου, Κύριε, των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου· η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα. Και γαρ στρουθίον εύρεν εαυτώ οικίαν και τρυγών νοσσιάν εαυτή, ού θήσει τα νοσσία εαυτής· τα θυσιαστήρια σου, Κύριε των δυνάμεων, ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου. Μακάριοι οι κατοικούντες εν τω οίκω σου, εις τους αιώνας των αιώνων αινέσουσι σε. Μακάριος ανήρ, ώ έστιν αντίληψις αυτώ παρά σου· αναβάσεις εν τη καρδία αυτού διέθετο, εις την κοιλάδα του κλαυθμώνος, εις τον τόπον, ον έθετο. Και γαρ ευλογίας δώσει ο νομοθετών· πορεύσονται εκ δυνάμεως εις δύναμιν, οφθήσεται ο Θεός των θεών εν Σιών. Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι ο Θεός Ιακώβ. Υπερασπιστά ημών ιδε, ο Θεός, και επίβλεψον εις το πρόσωπον του χριστού σου. Ότι κρείσσων ημέρα μία εν ταις αυλαίς σου υπέρ χιλιάδας· εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών. Ότι έλεος και αλήθειαν αγαπά Κύριος ο Θεός, χάριν και δόξαν δώσει· Κύριος ού στερήσει τα αγαθά τοις πορευομένοις εν ακακία. Κύριε, ο Θεός των δυνάμεων, μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επί σε.

Ψαλμός ΠΔ΄. 84
Ευδόκησας, Κύριε την γην σου, απέστρεψας την αιχμαλωσίαν Ιακώβ. Αφήκας τας ανομίας τω λαώ σου, εκάλυψας πάσας τας αμαρτίας αυτών. Κατέπαυσας πάσαν την οργήν σου, απέστρεψας απο οργής θυμού σου. Επίστρεψον ημάς, ο Θεός των σωτηρίων ημών, και απόστρεψον τον θυμόν σου αφ΄ημών. Μή εις τους αιώνας οργισθής ημίν; ή διατενείς την οργήν σου από γενεάς εις γενεάν; Ο Θεός, συ επιστρέψας ζωώσεις ημάς,  και ο λαός σου ευφρανθήσεται επί σοι. Δείξον ημίν, Κύριε, το έλεος σου και το σωτήριον σου δώης ημίν. Ακούσομαι τί λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός· ότι λαλήσει ειρήνην επί τον λαόν αυτού, και επί τους οσίους αυτού και επί τους επιστρέφοντας καρδίαν επ΄αυτόν. Πλην εγγύς των φοβουμένων αυτόν το σωτήριον αυτού, του κατασκηνώσαι δόξαν εν τη γη ημών. ΄Ελεος και αλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλησαν. Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε, και δικαιοσύνη εκ του ουρανού διέκυψε. Και γαρ ο Κύριος δώσει χρηστότητα, και η γη ημών δώσει τον καρπόν αυτής. Δικαιοσύνη ενώπιον αυτού προπορεύσεται και θήσει εις οδόν τα διαβήματα αυτού.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΠΕ΄. 85
Κλίνον, Κύριε, το ούς σου, και επάκουσον μου, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ. Φύλαξον την ψυχήν μου, ο Θεός μου, τον ελπίζοντα επί σε. Ελέησον με, Κύριε, ότι προς σε κεκράξομαι όλην την ημέραν. Εύφρανον την ψυχήν του δούλου σου, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Ότι συ, Κύριε, χρηστός και επιεικής και πολυέλεος πάσι τοις επικαλουμένοις σε. Ενώτισαι, Κύριε, την προσευχήν μου και πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου. Εν ημέρα θλίψεως μου εκέκραξα προς σε, ότι επήκουσας μου. Ούκ έστιν όμοιος σοι εν θεοις, Κύριε, και ουκ έστι κατά τα έργα σου. Πάντα τα έθνη, όσα εποίησας, ήξουσι και προσκυνήσουσιν ενώπιον σου, Κύριε, και δοξάσουσι το όνομα σου. Ότι μέγας εί συ και ποιών θαυμάσια· συ εί Θεός μόνος. Οδήγησον με, Κύριε, εν τη οδώ σου, και πορεύσομαι εν τη αληθεία σου· ευφρανθήτω η καρδία μου του φοβείσθαι το όνομα σου. Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, ο Θεός μου, εν όλη καρδία μου και δοξάσω το όνομα σου εις τον αιώνα. Ότι το έλεος σου μέγα επ΄εμέ και ερρύσω την ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου. Ο Θεός, παράνομοι επανέστησαν επ΄εμέ και συναγωγή κραταιών εζήτησαν την ψυχήν μου, και ού προέθεντο σε ενώπιον αυτών. Και συ, Κύριε ο Θεός μου, οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και αληθινός. Επίβλεψον επ΄εμέ και ελέησον με· δός το κράτος σου τω παιδί σου και σώσον τον υιόν της παιδίσκης σου. Ποίησον μετ΄εμού σημειον εις αγαθόν, και ιδέτωσαν οι μισούντες με και αισχυνθήτωσαν· ότι συ, Κύριε, εβοήθησάς μοι και παρεκάλεσας με.


 Ψαλμός ΠΣΤ΄. 86
Οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσι τοις αγίοις. Αγαπά Κύριος τας πύλας Σιών, υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ. Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού. Μνησθήσομαι Ραάβ και Βαβυλώνος τοις γινώσκουσι με· και ιδού αλλόφυλοι, και Τύρος και λαός των Αιθιόπων, ούτοι εγενήθησαν εκεί. Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος, και άνθρωπος εγενήθη εν αυτή, και αυτός εθεμελίωσεν αυτήν ο Ύψιστος. Κύριος διηγήσεται εν γραφή λαών και αρχόντων τούτων των γεγενημένων εν αυτή. Ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοι.

Ψαλμός ΠΖ΄. 87
Κύριε, ο Θεός της σωτηρίας μου, ημέρας εκέκραξα και εν νυκτί εναντίον σου. Εισελθέτω ενώπιον σου η προσευχή μου, κλίνον το ους σου εις την δέησιν μου. Ότι επλήσθη κακών η ψυχή μου, και η ζωή μου τω άδη ήγγισε. Προσελογίσθην μετά των καταβαινόντων εις λάκκον, εγενήθην ωσεί άνθρωπος αβοήθητος, εν νεκροίς ελεύθερος. Ωσεί τραυματίαι καθεύδοντες εν τάφω, ων ούκ εμνήσθης έτι, και αυτοί εκ της χειρός  σου απώσθησαν. ΄Εθεντο με εν λάκκω κατωτάτω, εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου. Επ΄εμέ επεστηρίχθη ο θυμός σου, και πάντας τους μετεωρισμούς σου επήγαγες επ΄εμέ. Εμάκρυνας τους γνωστούς μου απ΄εμού, έθεντο με βδέλυγμα εαυτοίς. Παρεδόθην, και ούκ εξεπορευόμην· οι οφθαλμοί μου ησθένησαν από πτωχείας. Εκέκραξα προς σε, Κύριε, όλην την ημέραν, διεπέτασα προς σε τας χείρας μου. Μή τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια; ή ιατροί αναστήσουσι, και εξομολογήσονται σοι; Μη διηγήσεται τις εν τω τάφω το έλεος σου και την αλήθειαν σου εν τη απωλεία; Μη γνωσθήσεται εν τω σκότει τα θαυμάσια σου και η δικαιοσύνη σου εν γη επιλελησμένη; Καγώ προς σε, Κύριε, εκέκραξα, και το πρωί η προσευχή μου προφθάσει με. Ινατί, Κύριε, απωθείς την ψυχήν μου, αποστρέφεις το πρόσωπον σου απ΄εμού; Πτωχός ειμί εγώ και εν κόποις εκ νεότητος μου·. υψωθείς δε εταπεινώθην και εξηπορήθην.  Επ΄εμέ διήλθον αι οργαί σου, οι φοβερισμοί σου εξετάραξαν με· εκύκλωσαν με ωσεί ύδωρ, όλην την ημέραν περιέσχον με άμα. Εμάκρυνας απ΄εμού φίλον και πλησίον και τους γνωστούς μου από ταλαιπωρίας. Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΠΗ΄. 88
Τα ελέη σου, Κύριε, εις τον αιώνα άσομαι, εις γενεάν και γενεάν απαγγελώ την αλήθειαν σου εν τω στόματι μου. Ότι είπας· Εις τον αιώνα έλεος οικοδομηθήσεται, εν τοις ουρανοίς ετοιμασθήσεται η αλήθεια σου. Διεθέμην διαθήκην τοις εκλεκτοίς μου, ώμοσα Δαυίδ τω δούλω σου. Έως του αιώνος ετοιμάσω το σπέρμα σου και οικοδομήσω εις γενεάν και γενεάν τον θρόνον σου. Εξομολογήσονται οι ουρανοί τα θαυμάσια σου, Κύριε, και την αλήθειαν σου εν εκκλησία αγίων. Ότι τίς εν νεφέλαις ισωθήσεται τω Κυρίω; και τίς ομοιωθήσεται τω Κυρίω εν υοις Θεού; Ο Θεός, ο ενδοξαζόμενος εν βουλή αγίων, μέγας και φοβερός έστιν επί πάντας τους περικύκλω αυτού. Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, τίς όμοιος σοι; δυνατός εί, Κύριε, και η αλήθεια σου κύκλω σου. Σύ δεσπόζεις του κράτους της θαλάσσης, τον δε σάλον των κυμάτων αυτής σύ καταπραύνεις. Συ εταπείνωσας ως τραυματίαν υπερήφανον, εν τω βραχίονι της δυνάμεως σου διεσκόρπισας τους εχθρούς σου. Σοί εισίν οι ουρανοί, και σή έστιν η γη· την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής σύ εθεμελίωσας. Τον βορράν και την θάλασσαν σύ έκτισας·. Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματι σου αγαλλιάσονται. Σός ο βραχίων μετά δυναστείας· κραταιωθήτω η χείρ σου, υψωθήτω η δεξιά σου. Δικαιοσύνη και κρίμα ετοιμασία του θρόνου σου· έλεος και αλήθεια προπορεύσονται προ προσώπου σου· μακάριος ο λαός ο γινώσκων αλαλαγμόν. Κύριε, εν τω φωτί του προσώπου σου προπορεύσονται και εν τω ονόματι σου αγαλλιάσονται όλην την ημέραν και εν τη δικαιοσύνη σου υψωθήσονται. Ότι καύχημα της δυνάμεως αυτών συ εί, και εν τη ευδοκία σου υψωθήσεται το κέρας ημών. Ότι του Κυρίου η αντίληψις και του αγίου Ισραήλ βασιλέως ημών. Τότε ελάλησας εν οράσει τοις υιοίς σου και είπας· εθέμην βοήθειαν επί δυνατόν, ύψωσα εκλεκτόν εκ του λαού μου. Εύρον Δαυίδ τον δούλον μου, εν ελαίω αγίω μου έχρισα αυτόν. Η γαρ χείρ σου συναντιλήψεται αυτώ και ο βραχίων μου κατισχύσει αυτόν. Ούκ ωφελήσει εχθρός εν αυτώ, και υιός ανομίας ου προσθήσει του κακώσαι αυτόν. Και συγκόψω από προσώπου αυτού τους εχθρούς αυτού και τους μισούντας αυτόν τροπώσομαι. Και η αλήθεια μου και το έλεος μου μετ΄αυτού, και εν τω ονόματι μου υψωθήσεται το κέρας αυτού. Και θήσομαι εν θαλάσση χείρα αυτού και εν ποταμοίς δεξιάν αυτού. Αυτός επικαλέσεται με· Πατήρ μου ει σύ, Θεός μου, και αντιλήπτωρ της σωτηρίας μου. Καγώ πρωτότοκον θήσομαι αυτόν, υψηλόν παρά τοις βασιλεύσι της γης. Εις τον αιώνα φυλάξω αυτώ το έλεος μου, και η διαθήκη μου πιστή αυτώ. Και θήσομαι εις τον αιώνα του αιώνος το σπέρμα αυτού και τον θρόνον αυτού εις τας ημέρας του ουρανού. Εάν εγκαταλίπωσιν οι υιοί αυτού τον νόμον μου και τοις κρίμασι μου μη πορευθώσι, εάν τα δικαιώματα μου βεβηλώσωσι και τας εντολάς μου μή φυλάξωσι, επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και εν μάστιξι τας αδικίας αυτών. Το δε έλεος μου ου μη διασκεδάσω απ΄αυτών, ουδ΄ού μη αδικήσω εν τη αληθεία μου. Ουδ΄ού μη βεβηλώσω την διαθήκην μου και τα εκπορευόμενα δια των χειλέων μου ού μη αθετήσω. ΄Απαξ ώμοσα εν τω αγίω μου, εί τω Δαυίβ ψεύσομαι. Το σπέρμα αυτού εις τον αιώνα μενεί και ο θρόνος αυτού, ως ο ήλιος εναντίον μου και ως η σελήνη κατηρτισμένη εις τον αιώνα· και ο μάρτυς εν ουρανώ πιστός. Σύ δε απώσω και εξουδένωσας, ανεβάλου τον χριστόν σου. Κατέστρεψας την διαθήκην του δούλου σου, εβεβήλωσας εις την γην το αγίασμα αυτού. Καθείλες πάντας τους φραγμούς αυτού, έθου τα οχυρώματα αυτού δειλίαν. Διήρπαζον αυτόν πάντες οι διοδεύοντες οδόν, εγενήθη όνειδος τοις γείτοσιν αυτού. Ύψωσας την δεξιάν των θλιβόντων αυτόν, εύφρανας πάντας τους εχθρούς αυτού. Απέστρεψας την βοήθειαν της ρομφαίας αυτού και ούκ αντελάβου αυτού εν τω πολέμω. Κατέλυσας από καθαρισμού αυτού, τον θρόνον αυτού εις την γην κατέρραξας. Εσμίκρυνας τας ημέρας του χρόνου αυτού, κατέχεας αυτού αισχύνην. Έως πότε, Κύριε, αποστρέφη εις τέλος; εκκαυθήσεται ως πύρ η οργή σου; Μνήσθητι τίς μου η υπόστασις· μη γαρ ματαίως έκτισας πάντας τους υιούς των ανθρώπων; Τίς έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται, και ούκ όψεται θάνατον; ρύσεται την ψυχήν αυτού εκ χειρός άδου; Πού είσι τα ελέη σου τα αρχαία, Κύριε, ά ώμοσας τω Δαυίδ εν τη αλήθεια σου; Μνήσθητι, Κύριε, του ονειδισμού των δούλων σου, ού υπέσχον εν τω κόλπω πολλών εθνών. Ου ωνείδισαν οι εχθροί σου, Κύριε, ού ωνείδισαν το αντάλλαγμα του χριστού σου. Ευλογητός Κύριος εις τον αιώνα. Γένοιτο. Γένοιτο.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.


 Ψαλμός ΠΘ΄. 89
Κύριε, καταφυγή εγενήθης ημίν εν γενεά και γενεά. Προ του όρη γενηθήναι και πλασθήναι την γην και την οικουμένην, και από του αιώνος και έως του αιώνος συ ει. Μή αποστρέψης άνθρωπον εις ταπείνωσιν και είπας· Επιστρέψατε υιοί των ανθρώπων. Ότι χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου, Κύριε, ως ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε, και φυλακή εν νυκτί.  Τα εξουδενώματα αυτών έτη έσονται, το πρωί ωσεί χλόη παρέλθοι. Το πρωί ανθήσαι και παρέλθοι, το εσπέρας αποπέσοι, σκληρυνθείη και ξηρανθείη. Ότι εξελίπομεν εν τη οργή σου και εν τω θυμώ σου εταράχθημεν. ΄Εθου τας ανομίας ημών εναντίον σου· ο αιών ημών εις φωτισμόν του προσώπου σου. Ότι πάσαι αι ημέραι ημών εξέλιπον, και εν τη οργή σου εξελίπομεν· τα έτη ημών ωσεί αράχνη εμελέτων. Αι ημέραι των ετών ημών εν αυτοίς εβδομήκοντα έτη, εάν δε εν δυναστείαις, ογδοήκοντα έτη, και το πλείον αυτών κόπος και πόνος· ότι επήλθε πραότης εφ΄ ημάς και παιδευθησόμεθα. Τίς γινώσκει το κράτος της οργής σου; και από του φόβου σου τον θυμόν σου εξαριθμήσασθαι; Την δεξιάν σου ούτω γνώρισον μοι και τους πεπαιδευμένους τη καρδία εν σοφία. Επίστρεψον, Κύριε, έως πότε; και παρακλήθητι επί τοις δούλοις σου. Ενεπλήσθημεν το πρωί του ελέους σου, Κύριε, και ηγαλιασσάμεθα και ευφράνθημεν. Εν πάσαις ταις ημέραις ημών ευφρανθείημεν· ανθ΄ων ημερών εταπείνωσας ημάς, ετών, ών είδομεν κακά. Και ίδε επί τους δούλους σου και επί τα έργα σου και οδήγησον τους υιούς αυτών. Και έστω η λαμπρότης Κυρίου του Θεού ημών εφ΄ ημάς, και τα έργα των χειρών ημών κατεύθυνον εφ΄ ημάς και το έργο των χειρών ημών κατεύθυνον.

Ψαλμός 90
Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται. Ερεί τω Κυρίω· Αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου, και ελπιώ επ΄ αυτόν. Ότι αυτός ρύσεται σε εκ παγίδος θηρευτών και από λόγου ταραχώδους. Εν τοις μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι, και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς· όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού. Ού φοβηθήσει από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου, από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού. Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου, προς σε δε ούκ εγγιεί. Πλήν τοις οφθαλμοίς σου κατανοήσεις και ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει. Ότι συ Κύριε η ελπίς μου· τον Ύψιστον έθου καταφυγήν σου. Ού προσελεύσεται προς σε κακά, και μάστιξ ούκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου. Ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, του διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταις οδοίς σου. Επί χειρών αρούσι σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου. Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα. Ότι επ΄ εμέ ήλπισε και ρύσομαι αυτόν, σκεπάσω αυτόν, ότι έγνω το όνομα μου. Κεκράξεται προς με, και επακούσομαι αυτού· μετ΄ αυτού είμι εν θλίψει, εξελούμαι αυτόν, και δοξάσω αυτόν. Μακρότητα ημερών εμπλήσω αυτόν και δείξω αυτώ το σωτήριόν μου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

091 – 100

Ψαλμός 91
Αγαθόν το εξομολογείσθαι τω Κυρίω και ψάλλειν τω ονόματι σου, Ύψιστε. Του αναγγέλλειν το πρωί το έλεος σου και την αλήθειαν σου κατά νύκτα, εν δεκαχόρδω ψαλτηρίω μετ΄ ωδής εν κιθάρα. Ότι εύφρανας με, Κύριε, εν τοις ποιήμασι σου και εν τοις έργοις των χειρών σου αγαλλιάσομαι. Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε· σφόδρα εβαθύνθησαν οι διαλογισμοί σου. Ανήρ άφρων ου γνώσεται και ασύνετος ού συνήσει ταύτα. Εν τω ανατείλαι αμαρτωλούς ωσεί χόρτον και διέκυψαν πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν. ΄Οπως αν εξολοθρευθώσιν εις τον αιώνα του αιώνος. Συ δε Ύψιστος εις τον αιώνα, Κύριε. Ότι ιδού οι εχθροί σου, Κύριε, ότι ιδού οι εχθροί σου απολούνται και διασκορπισθήσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν. Και υψωθήσεται ως μονοκέρωτος το κέρας μου και το γήρας μου εν ελαίω πίονι. Και επείδεν ο οφθαλμός μου εν τοις εχθροίς μου και εν τοις επανισταμένοις επ΄ εμέ πονηρευομένοις ακούσεται το ούς μου. Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει και ωσεί κέδρος η εν τω Λιβάνω πληθυνθήσεται. Πεφυτευμένοι εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσουσιν. Ότι πληθυνθήσονται εν γήρει πίονι και ευπαθούντες έσονται, του αναγγείλαι ότι ευθύς Κύριος ο Θεός ημών και ούκ έστιν αδικία εν αυτώ.

Ψαλμός 92
Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο· ενεδύσατο Κύριος δύναμιν και περιεζώσατο· και γαρ εστερέωσε την οικουμένην, ήτις ού σαλευθήσεται. ΄Ετοιμος ο θρόνος σου από τότε, από του αιώνος συ εί. Επήραν οι ποταμοί, Κύριε, επήραν οι ποταμοί φωνάς αυτών· αρούσιν οι ποταμοί επιτρίψεις αυτών, από φωνών υδάτων πολλών. Θαυμαστοί οι μετεωρισμοί της θαλάσσης, θαυμαστός εν υψηλοίς ο Κύριος. Τα μαρτύρια σου επιστώθησαν σφόδρα· τω οίκω σου πρέπει αγίασμα Κύριε, εις μακρότητα ημερών.

Ψαλμός 93
Θεός εκδικήσεων Κύριος· Θεός εκδικήσεων επαρρησιάσατο. Υψώθητι ο κρίνων την γην, απόδος ανταπόδοσιν τοις υπερηφάνοις. ΄Εως πότε αμαρτωλοί, Κύριε, έως πότε αμαρτωλοί καυχήσονται; Φθέγξονται και λαλήσουσιν αδικίαν, λαλήσουσι πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; Τον λαόν σου, Κύριε, εταπείνωσαν και την κληρονομίαν σου εκάκωσαν. Χήραν και ορφανόν απέκτειναν και προσήλυτον εφόνευσαν. Και είπον· Ούκ όψεται Κύριος, ουδέ συνήσει ο Θεός· του Ιακώβ. Σύνετε δη άφρονες εν τω λαώ· και μωροί ποτέ φρονήσατε. Ο φυτεύσας το ούς ουχί ακούει; ή ο πλάσας τον οφθαλμόν ουχί κατανοεί; Ο παιδεύων έθνη ούχί ελέγξει; ο διδάσκων άνθρωπον γνώσιν; Κύριος γινώσκει τους διαλογισμούς των ανθρώπων ότι εισί μάταιοι. Μακάριος άνθρωπος, όν άν παιδεύσης, Κύριε και εκ του νόμου σου διδάξης αυτόν. Του πραϋναι αυτόν αφ΄ ημερών πονηρών, έως ου ορυγή τω αμαρτωλώ βόθρος. Ότι ούκ απώσεται Κύριος τον λαόν αυτού και την κληρονομίαν αυτού ούκ εγκαταλείψει. ΄Εως ου δικαιοσύνη επιστρέψη εις κρίσιν και εχόμενοι αυτής πάντες οι ευθεις τη καρδία. Τίς αναστήσεται μοι επί πονηρευομένοις; ή τις συμπαραστήσεται μοι επί τοις εργαζομένοις την ανομίαν; Ει μή ότι Κύριος εβοήθησε μοι, παρά βραχύ παρώκησε τω άδη η ψυχή μου. Εί έλεγον· Σεσάλευται ο πούς μου, το έλεος σου, Κύριε, εβοήθει μοι. Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου. Μή συμπροσέστω σοι θρόνος ανομίας, ο πλάσσων κόπον επί πρόσταγμα. Θηρεύσουσιν επί ψυχήν δικαίου και αίμα αθώον καταδικάσονται.  Και εγένετο μοι Κύριος εις καταφυγήν και ο Θεός μου εις βοηθόν ελπίδος μου. Και αποδώσει αυτοίς Κύριος την ανομίαν αυτών και κατά την πονηρίαν αυτών αφανιεί αυτούς Κύριος ο Θεός.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός 94
'Ασατε τω Κυρίω άσμα καινόν, άσατε τω Κυρίω πάσα η γη. ΄Ασατε τω Κυρίω, ευλογήσατε το όνομα αυτού· ευαγγελίζεσθε ημέραν εξ ημέρας το σωτήριον αυτού. Αναγγείλατε εν τοις έθνεσι την δόξαν αυτού, εν πάσι τοις λαοίς τα θαυμάσια αυτού. Ότι μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα· φοβερός έστιν υπέρ πάντας τους θεούς. Ότι πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια· ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησε. Εξομολόγησις και ωραιότης ενώπιον αυτού· αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια εν τω αγιάσματι αυτού. Ενέγκατε τω Κυρίω αι πατριαί των εθνών, ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν και τιμήν· ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν ονόματι αυτού, άρατε θυσίας και εισπορεύεσθε εις τας αυλάς αυτούR προσκυνήσατε τω Κυρίω εν αυλή αγία αυτού· σαλευθήτω από προσώπου αυτού πάσα η γη. Είπατε εν τοις έθνεσι· Ότι Κύριος εβασίλευσε και γαρ κατώρθωσε την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεταιR κρινεί λαούς εν ευθύτητι. Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γηR σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής, χαρήσεται τα πεδία και πάντα τα εν αυτοίς. Τότε αγαλλιάσονται πάντα τα ξύλα του δρυμού από προσώπου Κυρίου, ότι έρχεται, ότι έρχεται κρίναι την γην. Κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν τη αληθεία αυτού.

Ψαλμός 95
Άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν, άσατε τω Κυρίω πάσα η γη. Άσατε τω Κυρίω· ευλογήσατε το όνομα αυτού, ευαγγελίζεσθε ημέραν εξ ημέρας το σωτήριον αυτού· αναγγείλατε εν τοις ένθεσι την δόξαν αυτού, εν πάσι τοις λαοίς τα θαυμάσια αυτού. Ότι μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα, φοβερός εστιν υπέρ πάντας τους θεούς· ότι πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια, ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν. εξομολόγησις και ωραιότης ενώπιον αυτού, αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια εν τω αγιάσματι αυτού.Ενέγκατε τω Κυρίω, αι πατριαί των εθνών, ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν και τιμήν· ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν ονόματι αυτού, άρατε θυσίας και εισπορεύσεσθε εις τας αυλάς αυτού· προσκυνήσατε τω Κυρίω εν αυλή αγία αυτού, σαλευθήτω από προσώπου αυτού πάσα η γη. Είπατε εν τοις έθνεσιν· ο Κύριος εβασίλευσε και γαρ κατώρθωσε την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται, κρινεί λαούς εν ευθύτητι. Ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί και αγαλλιάσθω η γη, σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής· χαρήσεται τα παιδία και πάντα τα εν αυτοίς·τότε αγαλλιάσονται πάντα τα ξύλα του δρυμού προ προσώπου του Κυρίου, ότι έρχεται, ότι έρχεται κρίναι την γην. Κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν τη αληθεία αυτού.

Ψαλμός 96.
Ο Κύριος εβασίλευσεν, αγαλλιάσθω η γη·. ευφρανθήτωσαν νήσοι πολλαί. Νέφη και γνόφος κύκλω αυτούR δικαιοσύνη και κρίμα κατόρθωσις του θρόνου αυτού. Πυρ ενώπιον αυτού προπορεύσεται και φλογιεί κύκλω τους εχθρούς αυτού. 'Εφαναν αι αστραπαί αυτού τη οικουμένη· είδε και εσαλεύθη η γη. Τα όρη ωσεί κηρός ετάκησαν από προσώπου Κυρίου, από προσώπου Κυρίου πάσης της γης. Ανήγγειλαν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού και είδοσαν πάντες οι λαοί την δόξαν αυτού. Αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς, οι εγκαυχώμενοι εν τοις ειδώλοις αυτώνR προσκυνήσατε αυτώ πάντες οι άγγελοι αυτού. 'Ηκουσε και ευφράνθη η Σιών και ηγαλλιάσαντο οι θυγατέρες της Ιουδαίας ένεκεν των κριμάτων σου, Κύριε. Ότι σύ Κύριος ύψιστος επί πάσαν την γην, σφόδρα υπερυψώθης υπέρ πάντας τους θεούς. Οι αγαπώντες τον Κύριον μισείτε πονηρά· φυλάσσει Κύριος τας ψυχάς των οσίων αυτού, εκ χειρός αμαρτωλού ρύσεται αυτούς. Φως ανέτειλε τω δικαίω και τοις ευθέσι τη καρδία ευφροσύνη. Ευφράνθητε δίκαιοι εν τω Κυρίω και εξομολογείσθε τη μνήμη της αγιωσύνης αυτού.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.


 Ψαλμός 97
'Ασατε τω Κυρίω άσμα καινόν, ότι θαυμαστά εποίησεν ο Κύριος· έσωσεν αυτόν η δεξιά αυτού και ο βραχίων ο άγιος αυτού. Εγνώρισε Κύριος το σωτήριον αυτού, εναντίον των εθνών απεκάλυψε την δικαιοσύνην αυτού. Εμνήσθη του ελέους αυτού τω Ιακώβ και της αληθείας αυτού τω οίκω Ισραήλ· είδοσαν πάντα τα πέρατα της γης το σωτήριον του Θεού ημών. Αλαλάξατε τω Θεώ πάσα η γη· άσατε και αγαλλιάσθε και ψάλατε. Ψάλατε τω Κυρίω εν κιθάρα, εν κιθάρα και φωνή ψαλμού, εν σάλπιγξιν ελαταίς και φωνή σάλπιγγος κερατίνης, αλαλάξατε ενώπιον του Βασιλέως Κυρίου· σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. Ποταμοί κροτήσουσι χειρί επί το αυτό· τα όρη αγαλλιάσονται από προσώπου Κυρίου· ότι έρχεται ότι ήκει κρίναι την γην. Κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη και λαούς εν ευθύτητι.

Ψαλμός 98
Ο Κύριος εβασίλευσεν, οργιζέσθωσαν λαοι· ο καθήμενος επί των Χερουβείμ, σαλευθήτω η γη. Κύριος εν Σιών μέγας και υψηλός έστιν επί πάντας τους λαούς. Εξομολογησάσθωσαν τω ονόματι σου τω μεγάλω, ότι φοβερόν και άγιον έστιR και τιμή βασιλέως κρίσιν αγαπά. Σύ ητοίμασας ευθύτητας· κρίσιν και δικαιοσύνην εν Ιακώβ συ εποίησας. Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι άγιος έστι. Μωυσής και Ααρών εν τοις ιερεύσιν αυτού και Σαμουήλ εν τοις επικαλουμένοις το όνομα αυτού· επεκαλούντο τον Κύριον και αυτός εισήκουσεν αυτών. Εν στύλω νεφέλης ελάλει προς αυτούς· ότι εφύλασσον τα μαρτύρια αυτού και τα προστάγματα αυτού, ά έδωκεν αυτοίς. Κύριε ο Θεός ημών, σύ επήκουσας αυτών· ο Θεός, σύ ευϊλατος εγίνου αυτοίς και εκδικών επί πάντα τα επιτηδεύματα αυτών. Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών και προσκυνείτε εις όρος άγιον αυτού, ότι άγιος Κύριος ο Θεός ημών.


 Ψαλμός 99
Αλαλάξατε τω Θεώ πάσα η γη, δουλεύσατε τω Κυρίω εν ευφροσύνη· εισέλθετε ενώπιον αυτού εν αγαλλιάσει. Γνώτε ότι Κύριος αυτός έστιν ο Θεός ημών, αυτός εποίησεν ημάς και ούχ ημείς· ημείς δε λαός αυτού και πρόβατα νομής αυτού. Εισέλθετε εις τας πύλας αυτού εν εξομολογήσει, εις τας αυλάς αυτού εν ύμνοις, εξομολογείσθε αυτώ· αινείτε το όνομα αυτού. Ότι χρηστός Κύριος· εις τον αιώνα το έλεος αυτού και έως γενεάς και γενεάς η αλήθεια αυτού.

Ψαλμός Ρ΄. 100
Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε. Ψαλώ και συνήσω εν οδώ αμώμω· πότε ήξεις προς με; διεπορευόμην εν ακακία καρδίας μου, εν μέσω του οίκου μου. Ού προετιθέμην προ οφθαλμών μου πράγμα παράνομον, ποιούντας παραβάσεις εμίσησα. Ούκ εκολλήθη μοι καρδία σκαμβή·. εκκλίνοντος απ΄ εμού του πονηρού, ούκ εγίνωσκον. Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον· υπερηφάνω οφθαλμώ και απλήστω καρδία τούτω ού συνήσθιον. Οι οφθαλμοί μου επί τους πιστούς της γης, του συγκαθήσθαι αυτούς μετ΄ εμού· πορευόμενος εν οδώ αμώμω, ούτος μοι ελειτούργει. Ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν· λαλών άδικα ου κατεύθυνεν ενώπιον των οφθαλμών μου. Εις τας πρωίας απέκτεινον πάντας τους αμαρτωλούς της γης, εξολοθρεύσαι εκ πόλεως Κυρίου πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.


 101 - 110

Ψαλμός ΡΑ΄. 101
Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ΄ εμού εν ή αν ημέρα θλίβωμαι, κλίνον προς με το ούς σου· εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον μου. Ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν. Επλήγην ωσεί χόρτος και εξηράνθη η καρδία μου, ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου. Από φωνής του στεναγμού μου εκολλήθη το οστούν μου τη σαρκί μου. Ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω. Ηγρύπνησα και εγενόμην  ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. ΄Ολην την ημέραν ωνείδιζον με οι εχθροί μου και οι επαινούντες με κατ΄εμού ώμνυον. Ότι σποδόν ωσεί άρτον έφαγον και το πόμα μου μετά κλαυθμού εκίρνων. Από προσώπου της οργής σου και του θυμού σου, ότι επάρας κατέρραξας με. Αι ημέραι μου ωσεί σκιά εκλίθησαν, καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην. Σύ δε, Κύριε, εις τον αιώνα μένεις και το μνημόσυνον σου εις γενεάν και γενεάν. Σύ αναστάς οικτειρήσεις την Σιών, ότι καιρός του οικτειρήσαι αυτήν, ότι ήκει καιρός. Ότι ευδόκησαν οι δούλοι σου τους λίθους αυτής· και τον χούν αυτής οικτειρήσουσι. Και φοβηθήσονται τα έθνη το όνομα σου, Κύριε και πάντες οι βασιλείς της γης την δόξαν σου. Ότι οικοδομήσει Κύριος την Σιών και οφθήσεται εν τη δόξη αυτού. Επέβλεψεν επί την προσευχήν των ταπεινών και ουκ εξουδένωσε την δέησιν αυτών. Γραφήτω αύτη εις γενεάν ετέραν και λαός, ο κτιζόμενος, αινέσει τον Κύριον. Ότι εξέκυψεν εξ ύψους αγίου αυτού, Κύριος εξ ουρανού επί την γην επέβλεψε. Του ακούσαι του στεναγμού των πεπεδημένων, του λύσαι τους υιούς των τεθανατωμένων. Του αναγγείλαι εν Σιών το όνομα Κυρίου και την αίνεσιν αυτού εν Ιερουσαλήμ. Εν τω επισυναχθήναι λαούς επί το αυτό και βασιλείς του δουλεύειν τω Κυρίω. Απεκρίθη αυτώ εν οδώ ισχύος αυτού· την ολιγότητα των ημερών μου ανάγγειλον μοι. Μη αναγάγης με εν ημίσει ημερών μου· εν γενεά γενεών τα έτη σου. Κατ΄ αρχάς σύ, Κύριε, την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου είσιν οι ουρανοί. Αυτοί απολούνται συ δε διαμένεις· και πάντες ως ιμάτιον παλαιωθήσονται και ωσεί περιβόλαιον ελίξεις αυτούς και αλλαγήσονται. Συ δε ο αυτός ει και τα έτη σου ουκ εκλείψουσι. Οι υιοί των δούλων σου κατασκηνώσουσι και το σπέρμα αυτών εις τον αιώνα κατευθυνθήσεται.

Ψαλμός ΡΒ΄. 102
Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον και πάντα τα εντός μου το όνομα το άγιον αυτού. Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον και μή επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού. Τον ευϊλατεύοντα πάσας τας ανομίας σου, τον ιώμενον πάσας τας νόσους σου. Τον λυτρούμενον εκ φθοράς την ζωήν σου, τον στεφανούντα σε εν ελέει και οικτιρμοίς. Τον εμπιπλώντα εν αγαθοίς την επιθυμίαν σου, ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου. Ποιών ελεημοσύνας ο Κύριος και κρίμα πάσι τοις αδικουμένοις. Εγνώρισε τας οδούς αυτού τω Μωϋσή, τοις υιοίς Ισραήλ τα θελήματα αυτού. Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος· ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί. Ού κατά τας ανομίας ημών εποίησεν ημίν, ουδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν. Ότι κατά το ύψος του ουρανού από της γης εκραταίωσε Κύριος το έλεος αυτού επί τους φοβουμένους αυτόν. Καθόσον απέχουσιν ανατολαί από δυσμών, εμάκρυνεν αφ΄ ημών τας ανομίας ημών. Καθώς οικτείρει πατήρ υιούς, ωκτείρησε Κύριος τους φοβουμένους αυτόν, ότι αυτός εγνω το πλάσμα ημών, εμνήσθη ότι χούς έσμεν. ΄Ανθρωπος, ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει. Ότι πνεύμα διήλθεν εν αυτώ και ούχ υπάρξει και ουκ επιγνώσεται έτι τον τόπον αυτού. Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβουμένους αυτόν. Και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών, τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς. Κύριος εν τω ουρανώ ητοίμασε τον θρόνον αυτού και η βασιλεία αυτού πάντων δεσπόζει. Ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι άγγελοι αυτού, δυνατοί ισχύϊ ποιούντες τον λόγον αυτού, του ακούσαι της φωνής των λόγων αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον, πάσαι αι δυνάμεις αυτού, λειτουργοί αυτού οι ποιούντες το θέλημα αυτού. Ευλογείτε τον Κύριον, πάντα τα έργα αυτού, εν παντί τόπω της δεσποτείας αυτού· ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.


Ψαλμός ΡΓ΄. 103
Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον· Κύριε, ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα. Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον. Εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν, ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού. Ο τιθείς νέφη την επίβασιν αυτού, ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων. Ο ποιών τους αγγέλους αυτού πνεύματα και τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα. Ο θεμελιών την γην επί την ασφάλειαν αυτής, ού κλιθήσεται εις τον αιώνα του αιώνος. ΄Αβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού, επί τω ορέων στήσονται ύδατα. Από επιτιμήσεως σου φεύξονται, από φωνής βροντής σου δειλιάσουσιν. Αναβαίνουσιν όρη και καταβαίνουσι πεδία εις τον τόπον, όν εθεμελίωσας αυτά. ΄Οριον έθου, ό ού παρελεύσονται, ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην. Ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, αναμέσον των ορέων διελεύσονται ύδατα. Ποτιούσι πάντα τα θηρία του αγρού, προσδέξονται όναγροι εις δίψαν αυτών. Επ΄αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δώσουσι φωνήν. Ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού· από καρπού των έργων σου χορτασθήσεται η γη. Ο εξανατέλλων χόρτον τοις κτήνεσι και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων, του εξαγαγείν άρτον εκ της γης. Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου· του ιλαρύναι πρόσωπον εν ελαίω και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει. Χορτασθήσονται τα ξύλα του πεδίου, αι κέδροι του Λιβάνου άς εφύτευσας. Εκεί στρουθία εννοσσεύσουσι· του ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών. ΄Ορη τα υψηλά ταις ελάφοις, πέτρα καταφυγή τοις λαγωοίς. Εποίησε σελήνην εις καιρούς· ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού. ΄Εθου σκότος και εγένετο νύξ, εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία του δρυμού. Σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς. Ανέτειλεν ο ήλιος και συνήχθησαν και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται. Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας. Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας· επληρώθη η γη της κτίσεως σου. Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος, εκεί ερπετά, ών ουκ έστιν αριθμός, ζώα μικρά μετά μεγάλων. Εκεί πλοία διαπορεύονται· δράκων ούτος όν έπλασας, εμπαίζειν αυτή. Πάντα προς σε προσδοκώσι, δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον· δόντος σου αυτοίς, συλλέξουσιν. Ανοίξαντος σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. Αποστρέψαντος δε σου το πρόσωπον, ταραχθήσονταιR αντανελείς το πνεύμα αυτών και εκλείψουσι και εις τον χούν αυτών επιστρέψουσιν. Εξαποστελείς το πνεύμα σου και κτισθήσονται και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης. ΄Ητω η δόξα Κυρίου εις τους αιώνας· ευφρανθήσεται Κύριος επί τοις έργοις αυτού. Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται. ΄Ασω τω Κυρίω, εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω. Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης και άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς. Ευλόγει η ψυχή μου, τον Κύριον.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΔ΄. 104
Εξομολογείσθε τω Κυρίω και επικαλείσθε το όνομα αυτού, απαγγείλατε εν τοις έθνεσι τα έργα αυτού. ΄Ασατε αυτώ και ψάλατε αυτώR διηγήσασθε πάντα τα θαυμάσια αυτού. Επαινείσθε εν τω ονόματι τω αγίω αυτού· ευφρανθήτω καρδία ζητούντων τον Κυριον. Ζητήσατε τον Κύριον και κραταιώθητε· ζητήσατε το πρόσωπον αυτού διαπαντός. Μνήσθητε των θαυμασίων αυτού, ών εποίησε, τα τέρατα αυτού και τα κρίματα του στόματος αυτού. Σπέρμα Αβραάμ δουλοι αυτού, υιοί Ιακώβ εκλεκτοί αυτού. Αυτός Κύριος ο Θεός ημών· εν πάση τη γη τα κρίματα αυτού. Εμνήσθη εις τον αιώνα διαθήκης αυτού, λόγου ού ενετείλατο εις χιλίας γενεάς. ΄Ον διέθετο τω Αβραάμ και του όρκου αυτού τω Ισαάκ. Και έστησεν αυτόν τω Ιακώβ εις πρόσταγμα και τω Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον, λέγων· Σοί δώσω την γην Χαναάν, σχοίνισμα κληρονομίας υμών. Εν τω είναι αυτούς αριθμώ βραχείς, ολιγοστούς και παροίκους εν αυτή. Και διήλθεν εξ έθνους εις έθνος και εκ βασιλείας εις λαόν έτερον. Ουκ αφήκεν άνθρωπον αδικήσαι αυτούς και ήλεγξεν υπερ αυτών βασιλείς. Μη άπτεσθε των χριστών μου και εν τοις προφήταις μου μη πονηρεύεσθε. Και εκάλεσε λιμόν επί την γην, πάν στήριγμα άρτου συνέτριψε. Απέστειλεν έμπροσθεν αυτών άνθρωπον, εις δούλον επράθη Ιωσήφ. Εταπείνωσαν εν πέδαις τους πόδας αυτού, σίδηρον διήλθε η ψυχή αυτού μέχρι του ελθείν τον λόγον αυτού. Το λόγιον του Κυρίου επύρωσεν αυτόν· απέστειλε βασιλεύς και έλυσεν αυτόν, άρχων λαού και αφήκεν αυτόν. Κατέστησεν αυτόν κύριον του οίκου αυτού και άρχοντα πάσης της κτήσεως αυτού. Του παιδεύσαι τους άρχοντας αυτού ως εαυτόν και τους πρεσβυτέρους αυτού σοφίσαι. Και εισήλθεν Ισραήλ εις Αίγυπτον και Ιακώβ παρώκησεν εν γη Χαμ. Και ηύξησε τον λαόν αυτού σφόδρα και εκραταίωσεν αυτόν υπέρ τους εχθρούς αυτού. Μετέστρεψε την καρδίαν αυτού του μισήσαι τον λαόν αυτού, του δολιούσθαι εν τοις δούλοις αυτού. Εξαπέστειλε Μωϋσής τον δούλον αυτού, Ααρών, όν εξελέξατο εαυτώ. Έθετο εν αυτοίς τους λόγους των σημείων αυτού και των τεράτων αυτού εν γη Χαμ. Εξαπέστειλε σκότος και εσκότασεν, ότι παρεπίκραναν τους λόγους αυτού. Μετέστρεψε τα ύδατα αυτών εις αίμα και απέκτεινε τους ιχθύας αυτών. Εξύρψεν η γή αυτών βατράχους εν τοις ταμείοις των βασιλέων αυτών. Είπε και ήλθε κυνόμυια και σκνίπες εν πάσι τοις ορίοις αυτών. Έθετο τας βροχάς αυτών χάλαζαν, πύρ καταφλέγον εν τη γη αυτών. Και επάταξε τας αμπέλους αυτών και τας συκάς αυτώνR και συνέτριψε παν ξύλον ορίου αυτών. Είπε και ήλθεν ακρίς και βρούχος, ού ουκ ην αριθμός. Και κατέφαγε πάντα χόρτον εν τη γη αυτών και κατέφαγε πάντα τον καρπόν της γής αυτών. Και επάταξε πάν πρωτότοκον εν τη γη αυτών· απαρχήν παντός πόνου αυτών. Και εξήγαγεν αυτούς εν αργυρίω και χρυσίω και ουκ ην εν ταις φυλαίς αυτών ο ασθενών. Ευφράνθη Αίγυπτος εν τη εξόδω αυτών, ότι επέπεσεν ο φόβος αυτών επ΄αυτούς.  Διεπέτασε νεφέλην εις σκέπην αυτοίς και πυρ του φωτισμού αυτοίς την νύκτα. ΄Ητησαν και ήλθεν ορτυγομήτρα και άρτον ουρανού ενέπλησεν αυτούς. Διέρρηξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα, επορεύθησαν εν ανύδροις ποταμοί. Ότι εμνήσθη του λόγου του αγίου αυτού, του προς Αβραάμ τον δούλον αυτού. Και εξήγαγε τον λαόν αυτού εν αγαλλιάσει και τους εκλεκτούς αυτού εν ευφροσύνη. Και έδωκεν αυτοίς χώρας εθνών και πόνους λαών κατεκληρονόμησαν. Όπως αν φυλάξωσι τα δικαιώματα αυτού και τον νόμον αυτού εκζητήσωσιν.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΕ΄. 105
Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τίς λαλήσει τας δυναστείας του Κυρίου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις αυτού; Μακάριοι οι φυλάσσοντες κρίσιν και ποιούντες δικαιοσύνην εν παντί καιρώ. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη ευδοκία του λαού σου, επίσκεψαι ημάς εν τω σωτηρίω σου. Του ιδείν εν τη χρηστότητι των εκλεκτών σου, του ευφρανθήναι εν τη ευφροσύνη του έθνου σου, του επαινείσθαι μετά της κληρονομίας σου. Ημάρτομεν μετά των πατέρων ημών, ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν. Οι πατέρες ημών εν Αιγύπτω ου συνήκαν τα θαυμάσια σου και ουκ εμνήσθησαν του πλήθους του ελέους σου και παρεπίκραναν αναβαίνοντες εν τη ερυθρά θαλάσση. Και έσωσεν αυτούς ένεκεν του ονόματος αυτού, του γνωρίσαι την δυναστείαν αυτού. Και επετίμησε τη ερυθρά θαλάσση και εξηράνθη· και ωδήγησεν αυτούς εν αβύσσω, ώς εν ερήμω. Και έσωσεν αυτούς εκ χειρός μισούντος και ελυτρώσατο αυτους εκ χειρός εχθρών. Εκάλυψεν ύδωρ τους θλίβοντας αυτούς· είς εξ αυτών ούχ υπελείφθη.  Και επίστευσαν τω λόγω αυτού και ήσαν την αίνεσιν αυτού. Ετάχυναν, επελάθοντο των έργων αυτού, ούχ υπέμειναν την βουλήν αυτού. Και επεθύμησαν επιθυμίαν εν τη ερήμω και επείρασαν τον Θεόν εν ανύδρω. Και έδωκεν αυτοίς το αίτημα αυτών και εξαπέστειλε πλησμονήν εις τας ψυχάς αυτών. Και παρώργισαν τον Μωϋσήν εν τη παρεμβολή, τον Ααρών τον άγιον Κυρίου. Ηνοίχθη η γη και κατέπιε Δαθάν και εκάλυψεν επί την συναγωγήν Αβειρών. Και εξεκαύθη πυρ εν τη συναγωγή αυτών, φλόξ κατέφλεξεν αμαρτωλούς. Και εποίησαν μόσχον εν Χωρήβ και προσεκύνησαν τω γλυπτώ. Και ηλλάξαντο την δόξαν αυτού εν ομοιώματι μόσχου εσθίοντος χόρτον. Και επελάθοντο του Θεού του σώζοντος αυτούς· του ποιήσαντος μεγάλα εν Αιγύπτω. Θαυμάσια εν γη Χάμ, φοβερά επί θαλάσσης ερυθράς. Και είπε τους εξολοθρεύσαι αυτούς, ει μη Μωϋσής ο εκλεκτός αυτου έστη εν τη θραύσει ενώπιον αυτού, του αποστρέψαι τον θυμόν αυτού, του μη εξολοθρεύσαι αυτούς. Και εξουδένωσαν γην επιθυμητήν, ουκ επίστευσαν τω λόγω αυτού. Και εγόγγυσαν εν τοις σκηνώμασιν αυτών, ουκ εισήκουσαν της φωνής Κυρίου. Και επήρε την χείρα αυτού επ΄αυτούς, του καταβαλείν αυτούς εν τη ερήμω και του καταβαλείν το σπέρμα αυτών εν τοις έθνεσι και διασκορπίσαι αυτούς εν ταις χώραις. Και ετελέσθησαν τω Βεελφεγώρ και έφαγον θυσίας νεκρών. Και παρώξυναν αυτόν εν τοις επιτηδεύμασιν αυτών και επληθύνθη εν αυτοίς η πτώσις. Και έστη Φινεές και εξιλάσατο· και εκόπασεν η θραύσις· και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην, εις γενεάν και γενεάν έως του αιώνος. Και παρώργισαν αυτόν επί ύδατος αντιλογίας και εκακώθη Μωϋσής δι΄αυτούς. Ότι παρεπίκραναν το πνεύμα αυτού και διέστειλεν εν τοις χείλεσιν αυτού. Ουκ εξωλόθρευσαν τα έθνη, ά είπε Κύριος αυτοίς. Και εμίγησαν εν τοις έθνεσι και έμαθον τα έργα αυτών· και εδούλευσαν τοις γλυπτοίς αυτών και εγενήθη αυτοίς εις σκάνδαλον. Και έθυσαν τους υιούς αυτών και τας θυγατέρας αυτών τοις δαιμονίοις. Και εξέχεαν αίμα αθώον, αίμα υιών αυτών και θυγατέρων, ών έθυσαν τοις γλυπτοίς Χαναάν. Και εφονοκτονήθη η γη εν τοις αίμασι και εμιάνθη εν τοις έργοις αυτών και επόρνευσαν εν τοις  επιτηδεύμασι αυτών. Και ωργίσθη θυμώ Κύριος επί τον λαόν αυτού και εβδελύξατο την κληρονομίαν αυτού. Και παρέδωκεν αυτούς εις χείρας εχθρών και εκυρίευσαν αυτών οι μισούντες αυτούς. Και έθλιψαν αυτούς οι εχθροί αυτών και εταπεινώθησαν υπό τας χείρας αυτών. Πλεονάκις ερρύσατο αυτούς, αυτοί δε παρεπίκραναν αυτόν εν τη βουλή αυτών και εταπεινώθησαν εν ταις ανομίαις αυτών. Και είδε Κύριος εν τω θλίβεσθαι αυτούς, εν τω αυτόν εισακούσαι της δεήσεως αυτών. Και εμνήσθη της διαθήκης αυτού και μετεμελήθη κατά το πλήθος τους ελέους αυτού. Και έδωκεν αυτούς εις οικτιρμούς εναντίον πάντων των αιχμαλωτευσάντων αυτούς. Σώσον ημάς Κύριε ο Θεός ημών και επισυνάγαγε ημάς εκ των εθνών, του εξομολογήσασθαι τω ονόματι σου τω αγίω, του εγκαυχάσθαι εν τη αινέσει σου. Ευλογητός Κύριος ο Θεός Ισραήλ, από του αιώνος και έως του αιώνος· και έρει πας ο λαός· Γένοιτο. Γένοιτο.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΣΤ΄. 106
Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτωσαν οι λελυτρωμένοι υπό Κυρίου, ούς ελυτρώσατο εκ χειρός εχθρού· και εκ των χωρών συνήγαγεν αυτούς, από ανατολών και δυσμών και βορρά και θαλάσσης. Επλανήθησαν εν τη ερήμω εν γη ανύδρω, οδόν πόλεως κατοικητηρίου ούχ εύρον. Πεινώντες και διψώντες, η ψυχή αυτών εν αυτοίς εξέλιπε. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών ερρύσατο αυτούς. Και ωδήγησεν αυτούς εις οδόν ευθείαν, του πορευθήναι εις πόλιν κατοικητηρίου. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων. Ότι εχόρτασε ψυχήν κενήν και ψυχήν πεινώσαν ενέπλησεν αγαθών. Καθημένους εν σκότει και σκιά θανάτου, πεπεδημένους εν πτωχεία και σιδήρω. Ότι παρεπίκραναν τα λόγια του Θεού και την βουλήν του Υψίστου παρώξυναν. Και εταπεινώθη εν κόποις η καρδία αυτών, ησθένησαν και ουκ ην ο βοηθών. Και εκέκραξαν προς Κύριον, εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς. Και εξήγαγεν αυτούς εκ σκότους και σκιάς θανάτου και τους δεσμούς αυτών διέρρηξε. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς ανθρώπων. Ότι συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασε. Αντελάβετο αυτών εξ οδού ανομίας αυτών· δια γαρ τας ανομίας αυτών εταπεινώθησαν. Παν βρώμα εβδελύξατο η ψυχή αυτών και ήγγισαν έως των πυλών του θανάτου. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών έσωσεν αυτούς. Απέστειλε τον λόγον αυτού και ιάσατο αυτούς και ερρύσατο αυτούς εκ των διαφθορών αυτών. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοις των ανθρώπων. Και θυσάτωσαν αυτώ θυσίαν αινέσεως και εξαγγειλάτωσαν τα έργα αυτού εν αγαλλιάσει. Οι καταβαίνοντες εις θάλασσαν εν πλοίοις, ποιούντες εργασίαν εν ύδασι πολλοίς. Αυτοί είδον τα έργα Κυρίου και τα θαυμάσια αυτού εν τω βυθώ. Είπε και έστη πνεύμα καταιγίδος και υψώθη τα κύματα αυτής. Αναβαίνουσιν έως των ουρανών και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων· η ψυχή αυτών εν κακοίς ετήκετο. Εταράχθησαν, εσαλεύθησαν ως ο μεθύων και πάσα η σοφία αυτών κατεπόθη. Και εκέκραξαν προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι αυτούς και εκ των αναγκών αυτών εξήγαγεν αυτούς. Και επέταξε τη καταιγίδι και έστη εις αύραν και εσίγησαν τα κύματα αυτής. Και ευφράνθησαν, ότι ησύχασαν και ωδήγησεν αυτούς επί λιμένα θελήματος αυτού. Εξομολογησάσθωσαν τω Κυρίω τα ελέη αυτού και τα θαυμάσια αυτού τοις υιοίς των ανθρώπων. Υψωσάτωσαν αυτόν εν εκκλησία λαού και εν καθέδρα πρεσβυτέρων αινεσάτωσαν αυτόν. Έθετο ποταμούς εις έρημον και διεξόδους υδάτων εις δίψαν. Γην καρποφόρον εις άλμην από κακίας των κατοικούντων εν αυτή. Έθετο έρημον εις λίμνας υδάτων και γην άνυδρον εις διεξόδους υδάτων. Και κατώκισεν εκεί πεινώντας και συνεστήσαντο πόλεις κατοικεσίας. Και έσπειραν αγρούς και εφύτευσαν αμπελώνας και εποιησαν καρπόν γεννήματος. Και ευλόγησεν αυτούς και επληθύνθησαν σφόδρα και τα κτήνη αυτών ουκ εσμίκρυνε. Και ωλιγώθησαν και εκακώθησαν από θλίψεως κακών και οδύνης. Εξεχύθη εξουδένωσις επ΄ άρχοντας αυτών και επλάνησεν αυτούς εν αβάτω και ούχ οδώ. Και εβοήθησε πένητι εκ πτωχείας και έθετο ως πρόβατα πατριάς. Όψονται ευθείς και ευφρανθήσονται και πάσα ανομία εμφράξει το στόμα αυτής. Τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΖ΄. 107
Ετοίμη η καρδία μου, ο Θεός, ετοίμη η καρδία μου· άσομαι και ψαλώ εν τη δόξη μου. Εξεγέρθητι η δόξα μου, εξεγέρθητι, ψαλτήριον και κιθάρα· εξεγερθήσομαι όρθρου. Εξομολογήσομαί σοι εν λαοίς, Κύριε, ψαλώ σοι εν έθνεσι. Ότι μέγα επάνω των ουρανών το έλεος σου και έως των νεφελών η αληθεία σου. Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός και επί πάσαν την γην η δόξα σου. Όπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου, σώσον τη δεξιά σου και επάκουσον μου. Ο Θεός ελάλησεν εν τω αγίω αυτού· υψωθήσομαι και διαμεριώ Σίκιμα και την κοιλάδα των σκηνών διαμετρήσω. Εμός έστι Γαλαάδ και εμός έστι Μανασσής και Εφραίμ αντίληψις της κεφαλής μου· Ιούδας βασιλεύς μου. Μωάβ λέβης της ελπίδος μου· επί την Ιδουμαίαν επιβαλώ το υπόδημα μου· εμοί αλλόφυλοι υπετάγησαν. Τίς απάξει με εις πόλιν περιοχής; ή τίς οδηγήσει με έως της Ιδουμαίας; Ουχί σύ, ο Θεός, ο απωσάμενος ημάς; και ουκ εξελεύση, ο Θεός, εν ταις δυνάμεσιν ημών; Δός ημίν βοήθειαν εκ θλίψεως και ματαία σωτηρία ανθρώπου. Εν τω Θεώ ποιήσομεν δύναμιν και αυτός εξουδενώσει τους εχθρούς ημών.

Ψαλμός ΡΗ΄. 108
Ο Θεός την αίνεσιν σου μη παρασιωπήσης· ότι στόμα αμαρτωλού και στόμα δολίου επ΄ εμέ ηνοίχθη. Ελάλησαν κατ΄ εμού γλώσση δολία και λόγοις μίσους εκύκλωσαν με και επολέμησαν με δωρεάν. Αντί του αγαπάν με, ενδιέβαλλον με, εγώ δε προσηυχόμην. Και έθεντο κατ΄ εμού κακά αντί αγαθών και μίσος αντί της αγαπήσεως μου. Κατάστησον επ΄ αυτόν αμαρτωλόν και διάβολος στήτω εκ δεξιών αυτού. Εν τω κρίνεσθαι αυτόν εξέλθοι καταδεδικασμένος και η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν. Γενηθήτωσαν αι ημέραι αυτού ολίγαι και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος. Γενηθήτωσαν οι υιοί αυτού ορφανοί και η γυνή αυτού χήρα. Σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οι υιοί αυτού και επαιτησάτωσαν· εκβληθήτωσαν εκ των οικοπέδων αυτών. Εξερευνησάτω δανειστής πάντα, όσα υπάρχει αυτώ· και διαρπασάτωσαν αλλότριοι τούς πόνους αυτού· Μη υπαρξάτω αυτώ αντιλήπτωρ, μηδέ γενηθήτω οικτίρμων τοις ορφανοίς αυτού. Γενηθήτω τα τέκνα αυτού εις εξολόθρευσιν, εν γενεά μιά εξαλειφθείη το όνομα αυτού. Αναμνησθείη η ανομία των πατέρων αυτού έναντι Κυρίου και η αμαρτία της μητρός αυτού μη εξαλειφθείη. Γενηθήτωσαν εναντίον Κυρίου διαπαντός και εξολοθρευθείη εκ γης το μνημόσυνον αυτών. Ανθ΄ων ουκ εμνήσθη ποιήσαι έλεος και κατεδίωξεν άνθρωπον πένητα και πτωχόν και κατανενυγμένον τη καρδία του θανατώσαι. Και ηγάπησε κατάραν και ήξει αυτώ· και ουκ ηθέλησεν ευλογίαν και μακρυνθήσεται απ΄ αυτού. Και ενεδύσατο κατάραν ως ιμάτιον και εισήλθεν ωσεί ύδωρ εις τα έγκατα αυτού και ωσεί έλαιον εν τοις οστέοις αυτού. Γενηθήτω αυτώ ως ιμάτιον, ό περιβάλλεται και ωσεί ζώνη, ήν διαπαντός περιζώννυται. Τούτο το έργον των ενδιαβαλλόντων με παρά Κυρίου και των λαλούντων πονηρά κατά της ψυχής μου. Και σύ, Κύριε, Κύριε, ποίησον μετ΄ εμού, ένεκεν του ονόματος σου, ότι χρηστόν το έλεος σου. Ρύσαι με, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ και η καρδία μου τετάρακται εντός μου. Ωσεί σκιά εν τω εκκλίναι αυτήν αντανηρέθην, εξετινάχθην ωσεί ακρίδες. Τα γόνατα μου ησθένησαν από νηστείας και η σαρξ μου ηλλοιώθη δι΄έλαιον. Καγώ εγενήθην όνειδος αυτοίς· είδοσαν με, εσάλευσαν κεφαλάς αυτών. Βοήθησον μοι, Κύριε ο Θεός μου και σώσον με κατά το έλεος σου. Και γνώτωσαν, ότι η χείρ σου αύτη και σύ, Κύριε, εποίησας αυτήν. Καταράσονται αυτοί και σύ ευλογήσεις· οι επανιστάμενοι μοι αισχυνθήτωσαν, ο δε δούλος σου ευφρανθήσεται. Ενδυσάσθωσαν οι ενδιαβάλλοντες με εντροπήν και περιβαλέσθωσαν ως διπλοίδα αισχύνην αυτών. Εξομολογήσομαι τω Κυρίω σφόδρα εν τω στόματι μου και εν μέσω πολλών αινέσω αυτόν. Ότι παρέστη εκ δεξιών πένητος, του σώσαι εκ των καταδιωκόντων την ψυχήν μου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΘ΄. 109
Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω· Κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου. Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος εκ Σιών και κατακυρίευε εν μέσω των εχθρών σου. Μετά σου η αρχή εν ημέρα της δυνάμεως σου, εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου. Εκ γαστρός προ εωσφόρου εγέννησα σε. Ώμοσε Κύριος και ού μεταμεληθήσεται· συ ιερεύς εις τον αιώνα, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. Κύριος εκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς. Κρινεί εν τοις έθνεσι, πληρώσει πτώματα, συνθλάσει κεφαλάς επί γης πολλών. Εκ χειμάρρου εν οδώ πίεται· δια τούτο υψώσει κεφαλήν.

Ψαλμός ΡΙ΄. 110
Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, εν βουλή ευθέων και συναγωγή. Μεγάλα τα έργα Κυρίου, εξεζητημένα εις πάντα τα θελήματα αυτού. Εξομολόγησις και μεγαλοπρέπεια το έργον αυτού και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος. Μνείαν εποιήσατο των θαυμασίων αυτού· ελεήμων και οικτίρμων ο Κύριος. Τροφήν έδωκε τοις φοβουμένοις αυτόν· μνησθήσεται εις τον αιώνα διαθήκης αυτού. Ισχύν έργων αυτού ανήγγειλε τω λαώ αυτού, του δούναι αυτοίς κληρονομίαν εθνών. Έργα χειρών αυτού αλήθεια και κρίσις· πισταί πάσαι αι εντολαί αυτού, εστηριγμέναι εις τον αιώνα του αιώνος, πεποιημέναι εν αληθεία και ευθύτητι. Λύτρωσιν απέστειλε τω λαώ αυτού· ενετείλατο εις τον αιώνα διαθήκην αυτού· άγιον και φοβερόντο όνομα αυτού. Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν. Η αίνεσις αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος.

111 - 120

Ψαλμός ΡΙΑ΄. 111
Μακάριος ανήρ, ο φοβούμενος τον Κύριον, εν ταις εντολαίς αυτού θελήσει σφόδρα. Δυνατόν εν τη γη έσται το σπέρμα αυτού· γενεά ευθέων ευλογηθήσεται. Δόξα και πλούτος, εν τω οίκω αυτού και η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα του αιώνος. Εξανέτειλεν εν σκότει φώς τοις ευθέσιν· ελεήμων και οικτίρμων και δίκαιος. Χρηστός ανήρ ο οικτείρων και κιχρών· οικονομήσει τους λόγους αυτού εν κρίσει· ότι εις τον αιώνα ου σαλευθήσεται. Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος. από ακοής πονηράς ού φοβηθήσεται· ετοίμη η καρδία αυτού ελπίζειν επί Κύριον· Εστήρικται η καρδία αυτού, ου μη φοβηθή, έως ου επίδη επί τους εχθρούς αυτού. Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένεις εις τον αιώνα του αιώνος· το κέρας αυτού υψωθήσεται εν δόξη. Αμαρτωλός όψεται και οργισθήσεται, τους οδόντας αυτού βρύξει και τακήσεται· επιθυμία αμαρτωλού απολείται.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.


Ψαλμός ΡΙΒ΄. 112
Αινείτε παίδες Κύριον, αινείτε το όνομα Κυρίου. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος. Από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών αινετόν το όνομα Κυρίου. Υψηλός επί πάντα τα έθνη ο Κύριος· επί τους ουρανούς η δόξα αυτού. Τις ως Κύριος ο Θεός ημών; Ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, εν τω ουρανώ και εν τη γη. Ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα. Του καθίσαι αυτόν μετά αρχόντων, μετά αρχόντων λαού αυτού. Ο κατοικίζων στείραν εν οίκω, μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην.

Ψαλμός ΡΙΓ΄.113
Εν εξόδω Ισραήλ εξ Αιγύπτου, οίκου Ιακώβ εκ λαού βαρβάρου. Εγενήθη Ιουδαία αγίασμα αυτού, Ισραήλ εξουσία αυτού. Η θάλασσα είδε και έφυγεν· ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω. Τα όρη εσκίρτησαν ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων. Τί σοι έστι, θάλασσα, ότι έφυγες; και συ, Ιορδάνη, ότι εστράφης εις τα οπίσω; Τα όρη, ότι εσκιρτήσατε ωσεί κριοί και οι βουνοί ως αρνία προβάτων; Από προσώπου Κυρίου εσαλεύθη η γη, από προσώπου του Θεού Ιακώβ. Του στρέψαντος την πέτραν εις λίμνας υδάτων και την ακρότομον εις πηγάς υδάτων. Μή ημίν, Κύριε, μη ημίν, αλλ΄ ή τω ονόματι σου δος δόξαν, επί τω ελέει σου και τη αληθεία σου. Μήποτε είπωσι τα έθνη· Πού έστιν ο Θεός αυτών; Ο δε Θεός ημών εν τω ουρανώ και εν τη γη· πάντα, όσα ηθέλησεν, εποίησε. Τα είδωλα των εθνών, αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. Στόμα έχουσι και ού λαλήσουσιν·. οφθαλμούς έχουσι και ούκ όψονται. Ώτα έχουσι και ούκ ακούσονται· ρίνας έχουσι και ούκ οσφρανθήσονται. Χείρας έχουσι και ού ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ού περιπατήσουσιν· ού φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. ΄Ομοιοι αυτοίς γένοιτο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ΄αυτοίς. Οίκος Ισραήλ ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Οίκος Ααρών ήλπισεν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Οι φοβούμενοι τον Κύριον ήλπισαν επί Κύριον· βοηθός και υπερασπιστής αυτών έστι. Κύριος, μνησθείς ημών, ευλόγησεν ημάς, ευλόγησε τον οίκον Ισραήλ, ευλόγησε τον οίκον Ααρών. Ευλόγησε τους φοβουμένους τον Κύριον, τους μικρούς μετά των μεγάλων. Προσθείη Κύριος εφ΄ υμάς, εφ΄ υμάς και επί τους υιούς υμών. Ευλογημένοι υμείς τω Κυρίω, τω ποιήσαντι τον ουρανόν και την γην. Ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω, την δε γήν έδωκε τοις υοίς των ανθρώπων. Ούχ οι νεκροί αινέσουσι σε, Κύριε, ουδέ πάντες οι καταβαίνοντες εις άδου. Αλλ΄ ημείς οι ζώντες ευλογήσομεν τον Κύριον από του νυν και έως του αιώνος.

Ψαλμός ΡΙΔ΄. 114
Ηγάπησα, ότι εισακούσεται Κύριος της φωνής της δεήσεως μου. ΄Οτι έκλινε το ούς αυτού εμοί και εν ταις ημέραις μου επικαλέσομαι. Περιέσχον με ωδίνες θανάτου, κίνδυνοι άδου εύροσαν με· θλίψιν και οδύνη εύρον και το όνομα Κυρίου επεκαλεσάμην. Ω Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου. Ελεήμων ο Κύριος και δίκαος και ο Θεός ημών ελεεί. Φυλάσσων τα νήπια ο Κύριος· εταπεινώθην και έσωσε με. Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσιν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε. ΄Οτι εξείλετο την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων και τους πόδας μου από ολισθήματος. Ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου, εν χώρα ζώντων.
Δόξα. Και νυν. Αλληλούϊα.

Ψαλμός ΡΙΕ΄. 115
Επίστευσα, διό ελάλησα· εγώ δε εταπεινώθην σφόδρα. Εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου· Πας άνθρωπος ψεύστης. Τί ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκε μοι; Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι. Τας ευχάς μου τω Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού. Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού. Ω Κύριε, εγώ δούλος σος, εγώ δούλος σος και υιός της παιδίσκης σου· διέρρηξας τους δεσμούς μου. Σοί θύσω θυσίαν αινέσεως και εν ονόματι Κυρίου επικαλέσομαι. Τας ευχάς μου τω Κυρίω αποδώσω εναντίον παντός του λαού αυτού, εν αυλαίς οίκου Κυρίου, εν μέσω σου, Ιερουσαλήμ.



 Ψαλμός ΡΙΣΤ΄. 116
Αινείτε τον Κύριον, πάντα τα έθνη, επαινέσατε αυτόν, πάντες οι λαοί. ΄Οτι εκραταιώθη το έλεος αυτού εφ΄ ημάς και η αλήθεια του Κυρίου μένει εις τον αιώνα.

Ψαλμός ΡΙΖ΄. 117
Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτω δη οίκος Ισραήλ, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτω δη οίκος Ααρών, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ειπάτωσαν δη πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εκ θλίψεως επεκαλεσάμην τον Κύριον και επήκουσέ μου εις πλατυσμόν. Κύριος εμοί βοηθός και ού φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι άνθρωπος. Κύριος εμοί βοηθός, καγώ επόψομαι τους εχθρούς μου. Αγαθόν πεποιθέναι επί Κύριον ή πεποιθέναι επ΄ άνθρωπον. Αγαθόν ελπίζειν επί Κύριον ή ελπίζειν επ΄ άρχουσι. Πάντα τα έθνη εκύκλωσαν με και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Κυκλώσαντες εκύκλωσαν με και το ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Εκύκλωσαν με ωσεί μέλισσαι κηρίον και εξεκαύθησαν ως πυρ εν ακάνθαις και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς. Ωσθείς ανετράπην του πεσείν και ο Κύριος αντελάβετο μου. Ισχύς μου και ύμνησις μου ο Κύριος και εγένετο μοι εις σωτηρίαν. Φωνή αγαλλιάσεως και σωτηρίας εν σκηναίς δικαίων. Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν, δεξιά Κυρίου ύψωσε με, δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν. Ουκ αποθανούμαι, αλλά ζήσομαι και διηγήσομαι τα έργα Κυρίου. Παιδεύων επαίδευσε με ο Κύριος και τω θανάτω ού παρέδωκε με. Ανοίξατε μοι πύλας δικαιοσύνης· εισελθών εν αυταίς, εξομολογήσομαι τω Κυρίω. Αύτη η πύλη του Κυρίου, δίκαιοι εισελεύσονται εν αυτή. Εξομολογήσομαι σοι, ότι επήκουσας μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν. Λίθον, ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών. Αύτη η ημέρα, ήν εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή. Ω Κύριε, σώσον δη· ω Κύριε, ευόδωσον δη. Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου· ευλογήκαμεν υμάς εξ οίκου Κυρίου. Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν· συστήσασθε εορτήν εν τοις πυκάζουσιν εως των κεράτων του θυσιαστηρίου. Θεός μου ει σύ και εξομολογήσομαι σοι· Θεός μου ει σύ και υψώσω σε· εξομολογήσομαι σοι, ότι επήκουσας μου και εγένου μοι εις σωτηρίαν. Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΙΗ΄. 118
Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου. Μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια αυτού, εν όλη καρδία εκζητήσουσιν αυτόν. Ού γαρ οι εργαζόμενοι την ανομίαν εν ταις οδοίς αυτού επορεύθησαν. Συ ενετείλω τας εντολάς σου, του φυλάξασθαι σφόδρα. ΄Οφελον κατευθυνθείησαν αι οδοί μου, του φυλάξασθαι τα δικαιώματα σου. Τότε ού μη αισχυνθώ, εν τω με επιβλέπειν επί πάσας τας εντολάς σου. Εξομολογήσομαί σοι εν ευθύτητι καρδίας, εν τω μεμαθηκέναι με τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Τα δικαιώματα σου φυλάξω, μή με εγκαταλίπης έως σφόδρα. Εν τίνι κατορθώσει νεώτερος την οδόν αυτού; εν τω φυλάξασθαι τους λόγους σου. Εν όλη καρδία μου εξεζήτησα σε, μή απώση με από των εντολών σου. Εν τη καρδία μου έκρυψα τα λόγια σου, όπως αν μη αμάρτω σοι. Ευλογητός εί, Κύριε, δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Εν τοις χείλεσί σου εξήγγειλα πάντα τα κρίματα του στόματος σου. Εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ετέρφθην, ως επί παντί πλούτω.Εν ταις εντολαίς σου αδολεσχήσω και κατανοήσω τας οδούς σου. Εν τοις δικαιώμασι σου μελετήσω, ούκ επιλήσομαι των λόγων σου. Ανταπόδος τω δούλω σου· ζήσον με και φυλάξω τους λόγους σου. Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου. Πάροικος εγώ ειμί εν τη γη· μη αποκρύψης απ΄ εμού τας εντολάς σου. Επεπόθησεν η ψυχή μου, του επιθυμήσαι τα κρίματα σου εν παντί καιρώ. Επετίμησας υπερηφάνοις· επικατάρατοι οι εκκλίνοντες από των εντολών σου. Περίελε απ΄ εμού όνειδος και εξουδένωσιν, ότι τα μαρτύρια σου εξεζήτησα. Και γαρ εκάθησαν άρχοντες και κατ΄ εμού κατελάλουν, ο δε δούλος σου ηδολέσχει εν τοις δικαιώμασί σου. Και γαρ τα μαρτύρια σου μελέτη μου έστι και αι συμβουλίαι μου τα δικαιώματα σου. Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου· ζήσον με κατά τον λόγον σου. Τας οδούς μου εξήγγειλα και επήκουσας μου· δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Οδόν δικαιωμάτων σου συνέτισον με και αδολεσχήσω εν τοις θαυμασίοις σου. Ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας, βεβαίωσον με εν τοις λόγοις σου. Οδόν αδικίας απόστησον απ΄ εμού και τω νόμω σου ελέησον με. Οδόν αληθείας ηρετισάμην και τα κρίματα σου ούκ επελαθόμην. Εκολλήθην τοις μαρτυρίοις σου, Κύριε· μη με καταισχύης. Οδόν εντολών σου έδραμον, όταν επλάτυνας την καρδίαν μου. Νομοθέτησον με, Κύριε, την οδόν των δικαιωμάτων σου και εκζητήσω αυτήν δια παντός. Συνέτισον με και εξερευνήσω τον νόμον σου και φυλάξω αυτόν εν όλη καρδία μου. Οδήγησον με εν τη τρίβω των εντολών σου, ότι αυτήν ηθέλησα. Κλίνον την καρδίαν μου εις τα μαρτύρια σου και μη εις πλεονεξίαν. Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου, του μή ιδείν ματαιότητα· εν τη οδώ σου ζήσον με. Στήσον τω δούλω σου το λόγιον σου εις τον φόβον σου. Περίελε τον ονειδισμόν μου, όν υπώπτευσα· ότι τα κρίματα σου χρηστά. Ιδού επεθύμησα τας εντολάς σου· εν τη δικαιοσύνη σου ζήσον με. Και έλθοι επ΄ εμέ το έλεος σου, Κύριε, το σωτήριον σου κατά τον λόγον σου. Και αποκριθήσομαι τοις ονειδίζουσι μοι λόγον, ότι ήλπισα επί τοις λόγοις σου. Και μη περιέλης εκ του στόματος μου λόγον αληθείας έως σφόδρα, ότι επί τοις κρίμασι σου επήλπισα. Και φυλάξω τον νόμον σου διαπαντός, εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Και επορευόμην εν πλατυσμώ, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα. Και ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ούκ ησχυνόμην. Και εμελέτων εν ταις εντολαίς σου, άς ηγάπησα σφόδρα. Και ήρα τας χείρας μου προς τας εντολάς σου άς ηγάπησα και ηδολέσχουν εν τοις δικαιώμασι μου. Μνήσθητι των λόγων σου τω δούλω σου, ών επήλπισας με. Αύτη με παρεκάλεσεν εν τη ταπεινώσει μου, ότι το λόγιον σου έζησε με. Υπερήφανοι παρηνόμουν έως σφόδρα· από δε του νόμου  σου ούκ εξέκλινα. Εμνήσθην των κριμάτων σου απ΄ αιώνος, Κύριε και παρεκλήθην. Αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών, των εγκαταλιμπανόντων τον νόμον σου. Ψαλτά ήσαν μοι τα δικαιώματα σου εν τόπω παροικίας μου. Εμνήσθην εν νυκτί του ονόματος σου, Κύριε και εφύλαξα τον νόμον σου. Αύτη εγενήθη μοι, ότι τα δικαιώματα σου εξεζήτησα. Μερίς μου εί, Κύριε· είπα του φυλάξασθαι τον νόμον σου. Εδεήθην του προσώπου σου εν όλη καρδία μου· ελέησον με κατά το λόγιον σου. Διελογισάμην τας οδούς σου και επέστρεψα τους πόδας μου εις τα μαρτύρια σου. Ητοιμάσθην και ούκ εταράχθην, του φυλάξασθαι τας εντολάς σου. Σχοινία αμαρτωλών περιεπλάκησαν μοι και του νόμου σου ούκ επελαθόμην. Μεσονύκτιον εξηγειρόμην του εξομολογείσθαι σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Μέτοχος εγώ ειμί πάντων των φοβουμένων σε και των φυλασσόντων τας εντολάς σου. Του ελέους σου, Κύριε, πλήρης η γη· τα δικαιώματα οσυ δίδαξον με. Χρηστότητα εποίησας μετά του δούλου σου, Κύριε, κατά τον λόγον σου. Χρηστότητα και παιδείαν και γνώσιν δίδαξον με, ότι ταις εντολαίς σου επίστευσα. Προ του με ταπεινωθήναι, εγώ επλημμέλησα· δια τούτο το λόγιον σου εφύλαξα. Χρηστός ει συ, Κύριε και εν τη χρηστότητι σου δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Επληθύνθη επ΄ εμέ αδικία υπερηφάνων, εγώ δε εν όλη καρδία μου εξερευνήσω τας εντολάς σου. Ετυρώθη ως γάλα η καρδία αυτώ· εγώ δε τον νόμον σου εμελέτησα. Αγαθόν οι ότι εταπείνωσας με, όπως αν μάθω τα δικαιώματα σου. Αγαθός μοι ο νόμος του στόματος σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργύριου.

Αι χείρες σου εποίησαν με και έπλασαν με· συνέτισον με και μαθήσομαι τας εντολάς σου. Οι φοβούμενοι σε όψονται με και ευφρανθήσονται, ότι εις τους λόγους σου επήλπισα. ΄Εγνων, Κύριε, ότι δικαιοσύνη τα κρίματα σου και αληθεία εταπείνωσας με. Γενηθήτω δη το έλεος σου του παρακαλέσαι με, κατά το λόγιον σου τω δούλω σου. Ελθέτωσαν μοι οι οικτιρμοί σου και ζήσομαι, ότι ο νόμος σου μελέτη μου έστι. Αισχυνθήτωσαν υπερήφανοι, ότι αδίκως ηνόμησαν εις εμέ, εγώ δε αδολεσχήσω εν ταις εντολαίς σου. Επιστρεψάτωσαν με οι φοβούμενοι σε  και οι γινώσκοντες τα μαρτύρια σου. Γενηθήτω η καρδία μου άμωμος εν τοις δικαιώμασι σου, όπως αν μη αισχυνθώ. Εκλείπει εις το σωτήριον σου η ψυχή μου, εις τους λόγους σου επήλπισα. Εξέλιπον οι οφθαλμοί μου εις το λόγιον σου, λέγοντες. Πότε παρακαλέσεις με; ότι εγενήθην ως ασκός εν πάχνη, τα δικαιώματα σου ούκ επελαθόμην. Πόσαι εισίν αι ημέραι του δούλου σου; πότε ποιήσεις μοι εκ των καταδιωκόντων με κρίσιν; Διηγήσαντο μοι παράνομοοι αδολεσχίας, αλλ΄ ούχ ως ο νόμος σου, Κύριε. Πάσαι αι εντολαί σου αλήθεια. Αδίκως κατεδίωξαν με, βοήθησον μοι. Παρά βραχύ συνετέλεσαν με εν τη γη, εγώ δε ούκ εγκατέλιπον τας εντολάς σου. Κατά το έλεος σου ζήσον με και φυλάξω τα μαρτύρια του στόματος σου. Εις τον αιώνα, Κύριε, ο λόγος σου διαμένει εν τω ουρανώ. Εις γενεάν και γενεάν η αλήθεια σου. Εθεμελίωσας την γην και διαμένει. Τη διατάξει σου διαμένει ημέρα. Οτι τα σύμπαντα δούλα σα. Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μου έστι, τότε αν απωλόμην εν τη ταπεινώσει μου. Εις τον αιώνα ού μη επιλάθωμαι των δικαιωμάτων σου, ότι εν αυτοίς έζησας με.

  Σος ειμί εγώ, σώσον με, ότι τα δικαιώματα σου εξεζήτησα. Εμέ υπέμειναν αμαρτωλοί του απολέσαιR Τα μαρτύρια σου συνήκα. Πάσης συντελείας είδον πέρας, πλατεία η εντολή σου σφόδρα. Ως ηγάπησα τον νόμον σου, ΚύριεR όλην την ημέραν μελέτη μου έστι. Υπέρ τους εχθρούς μου εσόφισας με την εντολήν σου, ότι εις τον αιώνα εμή έστι. Υπέρ πάντας τους διδάσκοντας με συνήκα, ότι τα μαρτύρια σου μελέτη μου έστι. Υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα. Εκ πάσης οδού πονηράς εκώλυσα τους πόδας μου, όπως αν φυλάξω τους λόγους σου. Από των κριμάτων σου ούκ εξέκλινα, ότι συ ενομοθέτησας με. Ως γλυκέα τω λάρυγγι μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματι μου. Από των εντολών σου σου συνήκαR δια τούτο εμίσησα πάσαν οδόν αδικίας. Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου. Ώμοσα και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου. Εταπεινώθην έως σφόδραR Κύριε ζήσον με κατά τον λόγον σου. Τα εκούσια του στόματος μου ευδόκησον δη, Κύριε και τα κρίματα σου δίδαξον με. Η ψυχή μου εν ταις χερσί σου διαπαντός και του νόμου σου ούκ  επελαθόμην.  Εθεντο αμαρτωλοί  παγίδα μοι και εκ των εντολών σου ούκ επλανήθην. Εκληρονόμησα τα μαρτύρια σου εις τον αιώνα, ότι αγαλλίαμα της καρδίας μου είσι. Εκλινα την καρδίαν μου του ποιήσαι τα δικαιώματα σου εις τον αιώνα δι΄ αντάμειψιν. Παρανόμους εμίσησα, τον δε νόμον σου ηγάπησα. Βοηθός μου και αντιλήπτωρ μου ει συR εις τους λόγους σου επήλπισα. Εκκλίνατε απ΄ εμού, πονηρευόμενοι και εξερευνήσω τας εντολάς του Θεού μου. Αντιλαβού μου κατά το λόγιον σου και ζήσον με και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου. Βοήθησον μοι και σωθήσομαι και μελετήσω εν τοις δικαιώμασι σου διαπαντός. Εξουδένωσας πάντας τους αποστατούντας από των δικκαιωμάτων σου, ότι άδικον το ενθύμημα αυτών. Παραβαίνοντας ελογισάμην πάντας τους αμαρτωλούς της γηςR δια τούτο ηγάπησα τα μαρτύρια σου. Καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μουR από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην. Εποίησα κρίμα και δικαιοσύνηνR μη παραδώς με τοις αδικούσι με. Εκδεξαι τον δούλον σου εις αγαθόνR μη συκοφαντησάτωσαν με υπερήφανοι. Οι οφθαλμοί μου εξέλιπον εις το σωτήριον σου και εις το λόγιον της δικαιοσύνης σου. Ποίησον μετά του δούλου σου κατά το έλεος σου και τα δικαιώματα σου δίδαξον με. Δούλος σου ειμί εγώR συνέτισον με και γνώσομαι τα μαρτύρια σου. Καιρός του ποιήσαι τω ΚυρίωR διεσκέδασαν τον νόμον σου. Δια τούτο ηγάπησα τας εντολάς σου υπέρ χρυσίον και τοπάζιον. Δια τούτο προς πάσας τας εντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν οδόν άδικον εμίσησα. Θαυμαστά τα μαρτύρια σουR δια τούτο εξηρεύνησεν αυτά η ψυχή μου. Η δήλωσις των λόγων σου φωτιεί και συνετιεί νηπίους. Το στόμα μου ήνοιξα και είλκυσα πνεύμα, ότι  τας εντολάς σου επεπόθουν.

Επίβλεψον επ΄ εμέ και ελέησον με κατά το κρίμα των αγαπώντων το όνομα σου. Τα διαβήματα μου κατεύθυνον κατά το λόγιον σου και μη κατακυριευσάτω μου πάσα ανομία. Λύτρωσαι με από συκοφαντίας ανθρώπων και φυλάξω τας εντολάς σου. Το πρόσωπον σου επίφανον επί τον δούλον σου και δίδαξον με τα δικαιώματα σου. Διεξόδους υδάτων κατέδυσαν οι οφθαλμοί μου, επεί ούκ εφύλαξα τον νόμον σου. Δίκαιος εί, Κύριε και ευθείαι αι κρίσεις σου. Ενετείλω δικαιοσύνην τα μαρτύρια σου και αλήθειαν σφόδρα. Εξέτηξε με ο ζήλος σου, ότι επελάθοντο των λόγων σου οι εχθροί μου. Πεπυρωμένον το λόγιον σου σφόδρα και ο δούλος σου ηγάπησεν αυτό. Νεώτερος εγώ ειμί και εξουδενωμένος· τα δικαιώματα σου ούκ επελαθόμην. Η δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εις τον αιώνα και ο νόμος σου αλήθεια. Θλίψεις και ανάγκαι εύροσαν με, αι εντολαί σου μελέτη μου. Δικαιοσύνη τα μαρτύρια σου εις τον αιώνα· συνέτισον με και ζήσομαι. Εκέκραξα εν όλη καρδία μου· επάκουσον μου, Κύριε, τα δικαιώματα σου εκζητήσω. Εκέκραξα σοι· σώσον με και φυλάξω τα μαρτύρια σου. Προέφθασα εν αωρία και εκέκραξα, εις τους λόγους σου επήλπισα. Προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον, του μελετάν τα λόγια σου. Της φωνής μου άκουσον, Κύριε, κατά το έλεος σου, κατά το κρίμα σου ζήσον με. Προσήγγισαν οι καταδιώκοντες με ανομία, από δε του νόμου σου εμακρύνθησαν. Εγγύς εί Κύριε και πάσαι αι οδοί σου αλήθεια. Κατ΄ αρχάς έγνων εκ των μαρτυρίων σου, ότι εις τον αιώνα εθεμελίωσας αυτά. ΄Ιδε την ταπείνωσιν μου και εξελού με, ότι του νόμου σου ούκ επελαθόμην. Κρίνον την κρίσιν μου και λύτρωσαι με· δια τον λόγον σου ζήσον με. Μακράν από αμαρτωλών σωτηρία, ότι τα δικαιώματα σου ούκ εξεζήτησαν. Οι οικτιρμοί σου πολλοί, Κύριε· κατά το κρίμα σου ζήσον με. Πολλοί οι εκδιώκοντες με και θλίβοντες με· εκ των μαρτυρίων σου ούκ εξέκλινα. Είδον ασυνετούντας και εξετηκόμην, ότι τα λόγια σου ούκ εφυλάξαντο. ΄Ιδε, ότι τας εντολάς σου ηγάπησα· Κύριε, εν των ελέει σου ζήσον με. Αρχή των λόγων σου αλήθεια· και εις τον αιώνα πάντα τα κρίματα της δικαιοσύνης σου.΄Αρχοντες κατεδίωξαν με δωρεάν και από των λόγων σου εδειλίασεν η καρδία μου. Αγαλλιάσομαι εγώ επί τα λόγια σου ως ο ευρίσκων σκύλα πολλά. Αδικίαν εμίσησα και εβδελυξάμην, τον δε νόμον σου ηγάπησα. Επτάκις της ημέρας ήνεσα σε επί τα κρίματα της δικαιοσύνης σου.  Ειρήνη πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου και ούκ έστιν αυτοίς σκάνδαλον. Προσεδόκων το σωτήριον σου, Κύριε και τας εντολάς σου ηγάπησα. Εφύλαξεν η ψυχή μου τα μαρτύρια σου και ηγάπησεν αυτά σφόδρα. Εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύρια σου, ότι πάσαι αι οδοί μου εναντίον σου, Κύριε. Εγγισάτω η δέησις μου ενώπιον σου, Κύριε· κατά το λόγιον σου ρύσαι με. Εξερεύξαιντο τα χείλη μου ύμνον, όταν διδάξης με τα δικαιώματα σου. Φθέγξαιτο η γλώσσα μου τα λόγια σου, ότι πάσαι αι εντολαί σου δικαιοσύνη. Γενέσθω η χείρ σου του σώσαι με, ότι τας εντολάς σου ηρετισάμην. Επεπόθησα το σωτήριον σου, Κύριε και ο νόμους σου μελέτη μου έστι. Ζήσεται η ψυχή μου και αινέσει σε και τα κρίματα σου βοηθήσει μοι. Επλανήθην ως πρόβατον απολωλος· ζήτησον τον δούλον σου, ότι τας εντολάς σου ούκ επελαθόμην.

Ψαλμός ΡΙΘ΄. 119
Προς Κύριον εν τω θλίβεσθαι με εκέκραξα και εισήκουσε μου. Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου από χειλέων αδίκων και από γλώσσης δολίας. Τί δοθείη σοι και τί προστεθείη σοι προς γλώσσαν δολίαν; Τα βέλη του δυνατού ηκονημένα, συν τοις άνθραξι τοις ερημικοίς. Οίμοι! Οτι η παροικία μου εμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετά των σκηνωμάτων Κηδάρ· πολλά  παρώκησεν η ψυχή μου. Μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός· όταν ελάλουν αυτοίς, επολέμουν με δωρεάν.

Ψαλμός ΡΚ΄. 120
Ήρα τους οφθαλμούς μου εις τα όρη. Πόθεν ήξει η βοήθεια μου; Η βοήθεια μου παρά Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην. Μη δώης εις σάλον τον πόδα σου, μηδέ νυστάξη ο φυλάσσων σε. Ιδού ου νυστάξει, ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ. Κύριος φυλάξει σε, Κύριος σκέπη σοι επί χείρα δεξιάν σου. Ημέρας ο ήλιος ου συγκαύσει σε, ουδέ η σελήνη την νύκτα. Κύριος φυλάξει σε από παντός κακού, φυλάξει την ψυχήν σου ο Κύριος. Κύριος φυλάξει την είσοδόν σου και την έξοδόν σου, από του νυν και έως του αιώνος.

121 - 130

Ψαλμός ΡΚΑ΄. 121
Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα. Εστώτες ήσαν οι πόδες ημών εν ταις αυλαίς σου, Ιερουσαλήμ. Ιερουσαλήμ οικοδομουμένη ως πόλις, ης η μετοχή αυτής επί το αυτό. Εκεί γαρ ανέβησαν αι φυλαί, φυλαί Κυρίου, μαρτύριον τω Ισραήλ, του εξομολογήσασθαι τω ονόματι Κυρίου. Ότι εκεί εκάθησαν θρόνοι εις κρίσιν, θρόνοι επί οίκον Δαυίδ. Ερωτήσατε δη τα εις ειρήνην την Ιερουσαλήμ και ευθηνία τοις αγαπώσι σε. Γενέσθω δη ειρήνη εν τη δυνάμει σου και ευθηνία εν ταις πυργοβάρεσι σου. 'Ενεκα των αδελφών μου και των πλησίον μου, ελάλουν δη ειρήνην περί σου. 'Ενεκα του οίκου Κυρίου του Θεού ημών, εξεζήτησα αγαθά σοι.

Ψαλμός ΡΚΒ΄. 122
Προς σε ήρα τους οφθαλμούς μου, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Ιδού ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας των κυρίων αυτών ως οφθαμοί παιδίσκης εις χείρας της κυρίας αυτής, ούτως οι οφθαλμοί ημών προς Κύριον τον Θεόν ημών, έως ου οικτειρήσαι ημάς. Ελέησον ημάς, Κύριε, ελέησον ημας, ότι επί πολύ επλήσθημεν εξουδενώσεως, επί πλείον επλήσθη η ψυχή ημών. Το όνειδος τοις ευθηνούσι και η εξουδένωσις τοις υπερηφάνοις.

Ψαλμός ΡΚΓ΄. 123
Ει μη ότι Κύριος ην εν ημίν, ειπάτω δη Ισραήλ ει μη ότι Κύριος ήν εν ημίν εν τω επαναστήναι ανθρώπους εφ΄ ημάς, άρα ζώντας αν κατέπιον ημάς, εν τω οργισθήναι τον θυμόν  αυτών εφ΄ ημάς άρα το ύδωρ αν κατεπόντισεν ημάς, χείμαρρον διήλθεν η ψυχή ημών άρα διήλθεν η ψυχή ημών το ύδωρ το ανυπόστατον. Ευλογητός Κύριος, ος ούκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών. Η ψυχή ημών ως στρουθίον ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν. Η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΚΔ΄. 124
Οι πεποιθότες επί Κύριον, ως όρος Σιών· ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα ο κατοικών Ιερουσαλήμ. ΄Ορη κύκλω αυτής και ο Κύριος κύκλω του λαού αυτού από του νυν και έως του αιώνος. Ότι ουκ αφήσει Κύριος την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων, όπως αν μη εκτείνωσιν οι δίκαιοι εν ανομίαις χείρας αυτών. Αγάθυνον Κύριε τοις αγαθοίς και τοις ευθέσι τη καρδία· τους δε εκκλίνοντας εις τας στραγγαλιάς, απάξει Κύριος μετά των εργαζομένων την ανομίαν· ειρήνη επί τον Ισραήλ.

Ψαλμός ΡΚΕ΄. 125
Εν τω επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν Σιών, εγενήθημεν ωσεί παρακεκλημένοι. Τότε επλήσθη χαράς το στόμα ημών και η γλώσσα ημών αγαλλιάσεως. Τότε ερούσιν εν τοις έθνεσιν· Εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι μετ΄ αυτών. Εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι μεθ΄ημών, εγενήθημεν ευφραινόμενοι. Επίστρεψον, Κύριε, την αιχμαλωσίαν ημών ως χειμάρρους εν τω νότω. Οι σπείροντες εν δάκρυσιν, εν αγαλλιάσει θεριούσι. Πορευόμενοι επορεύοντο και έκλαιον, βάλλοντες τα σπέρματα αυτών. Ερχόμενοι δε ήξουσιν εν αγαλλιάσει, αίροντες τα δράγματα αυτών.

Ψαλμός ΡΚΣΤ΄. 126
Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες. Εάν μη Κύριος φυλάξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων. Εις μάτην υμίν έστι το ορθρίζειν, εγείρεσθε μετά το καθήσθαι, οι εσθίοντες άρτον οδύνης, όταν δω τοις αγαπητοίς αυτού ύπνον· ιδού η κληρονομία Κυρίου, υιοί, ο μισθός του καρπού της γαστρός. Ωσεί βέλη εν χειρί δυνατού, ούτως οι υιοί των εκτετιναγμένων. Μακάριος ός πληρώσει την επιθυμίαν αυτού εξ αυτών· ού καταισχυνθήσονται, όταν λαλώσι τοις εχθροίς αυτών εν πύλαις.

Ψαλμός ΡΚΖ΄. 127
Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον, οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού. Τους πόνους των καρπών σου φάγεσαι· μακάριος εί και καλώς σοι έσται. Η γυνή σου ως άμπελος ευθηνούσα εν τοις κλίτεσι της οικίας σου. Οι υιοί σου ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης σου. Ιδού ούτως ευλογηθήσεται άνθρωπος, ο φοβούμενος τον Κύριον. Ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ πάσας τας ημέρας της ζωής σου. Και ίδοις υιούς των υιών σου. Ειρήνη επί τον Ισραήλ.

Ψαλμός ΡΚΗ΄. 128
Πλεονάκις επολέμησαν με εκ νεότητος μου, ειπάτω δη Ισραήλ. Πλεονάκις επολέμησαν με εκ νεότητος μου και γαρ ούκ ηδυνήθησαν μοι. Επι τον νώτον μου ετέκταινον οι αμαρτωλοί, εμάκρυναν την ανομίαν αυτών. Κύριος δίκαιος συνέκοψεν αυχένας αμαρτωλών. Αισχυνθήτωσαν και αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω πάντες οι μισούντες Σιών. Γενηθήτωσαν ωσεί χόρτος δωμάτων, ός προ του εκσπασθήναι εξηράνθη· ού ούκ επλήρωσε την χείρα αυτού ο θερίζων και τον κόλπον αυτού ο τα δράγματα συλλέγων και ούκ είπον οι παράγοντες· Ευλογία Κυρίου εφ΄ υμάς, ευλογήκαμεν υμάς εν ονόματι Κυρίου.

Ψαλμός ΡΚΘ΄.129
Εκ βαθέων εκέκραξα σοι, Κύριε· Κύριε, εισάκουσον της φωνής μου· γενηθήτω τα ώτα σου προσέχοντα εις την φωνήν της δεήσεως μου. Εάν ανομίας παρατηρήσης, Κύριε Κύριε, τίς υποστήσεται; Ότι παρά σοι ο ιλασμός έστιν. ΄Ενεκεν του ονόματος σου υπέμεινα σε, Κύριε· υπέμεινεν η ψυχή μου εις τον λόγον σου, ήλπισεν η ψυχή μου επί τον Κύριον. Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός· από φυλακής πρωίας ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον. Ότι παρά τω Κυρίω το έλεος και πολλή παρ΄ αυτώ λύτρωσις· και αυτός λυτρώσεται τον Ισραήλ εκ πασών των ανομιών αυτού.

Ψαλμός ΡΛ΄.130
Κύριε, ούχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ εμετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ. Ει μη εταπεινοφρόνουν, αλλά ύψωσα την ψυχήν μου, ως το απογεγαλακτισμένον επί την μητέρα αυτού, ως ανταποδώσεις επί την ψυχήν μου. Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον, από του νυν και έως του αιώνος.

131 - 140

Ψαλμός ΡΛΑ΄.131
Μνήσθητι, Κύριε, του Δαυίδ και πάσης της πραότητος αυτού, ως ώμοσε τω Κυρίω, ηύξατο τω Θεώ Ιακώβ· ει εισελεύσομαι εις σκήνωμα οίκου μου, εί αναβήσομαι επί κλίνης στρωμνής μου, ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ. Ιδού ηκούσαμεν αυτήν εν Ευφραθά, εύρομεν αυτήν εν τοις πεδίοις του δρυμού. Εισελευσόμεθα εις τα σκηνώματα αυτού, προσκυνήσομεν εις τον τόπον, ού έστησαν οι πόδες αυτού. Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσιν σου, σύ και η κιβωτός του αγιάσματος σου. Οι ιερείς σου ενδύσονται δικαιοσύνην και οι όδιοι σου αγαλλιάσονται. ΄Ενεκεν Δαυίδ του δούλου σου, μη αποστρέψης το πρόσωπον του χριστού σου. Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν· Εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου. Εάν φυλάξωνται οι υιοί σου την διαθήκην και τα μαρτύρια μου ταύτα, ά διδάξω αυτούς. Και οι υιοί αυτών έως του αιώνος καθιούνται επί του θρόνου σου. Ότι εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ· αύτη η κατάπαυσις μου εις αιώνα αιώνος, ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν. Την θύραν αυτής ευλογών ευλογήσω, τους πτωχούς αυτής χορτάσω άρτων, τους ιερείς αυτής ενδύσω σωτηρίαν και οι όσιοι αυτής αγαλλιάσει αγαλλιάσονται. Εκεί εξανατελώ κέρας τω Δαυίδ· ητοίμασα λύχνον τω χριστώ μου. Τους εχθρούς αυτού ενδύσω αισχύνην, επί δε αυτόν εξανθήσει το αγίασμά μου.

Ψαλμός ΡΛΒ΄.132
Ιδού δη τι καλόν η τί τερπνόν, αλλ΄ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό; Ως μύρον επί κεφαλής, το καταβαίνον επί πώγωνα,τον πώγωνα του Ααρών, το καταβαίνον επί την ώαν του ενδύματος αυτού· ως δρόσος Αερμών, η καταβαίνουσα επί τα όρη Σιών· ότι εκεί ενετείλατο Κύριος την ευλογίαν, ζωήν έως του αιώνος.

Ψαλμός ΡΛΓ΄.133
Ιδού δη ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι δούλοι Κυρίου, οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. Εν ταις νυξίν επάρατε τας χείρας υμών εις τα άγια και ευλογείτε τον Κύριον. Ευλογήσαι σε Κύριος εκ Σιών, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΛΔ΄. 134
Αινείτε το όνομα Κυρίου· αινείτε, δούλοι, Κύριον. Οι εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς οίκου Θεού ημών. Αινείτε τον Κύριον, ότι αγαθός Κύριος· ψάλατε τω όνοματι αυτού, ότι καλόν· ότι τον Ιακώβ εξελέξατο εαυτώ ο Κύριος, Ισραήλ εις περιουσιασμόν εαυτώ. Ότι εγώ έγνωκα, ότι μέγας ο Κύριος και ο Κύριος ημών παρά πάντας τους θεούς. Πάντα, όσα ήθελησεν ο Κύριος εποίησεν εν τω ουρανώ και εν τη γη, εν ταις θαλάσσαις και εν πάσαις ταις αβύσσοις· ανάγων νεφέλας εξ εσχάτου της γης, αστραπάς εις υετόν εποίησεν· ο εξάγων ανέμους εκ θησαυρών αυτού, ός επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου, από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω σου, Αίγυπτε, εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. ΄Ος  επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. Τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων και τον Ωγ βασιλέα γης Βασάν και πάσας τας βασιλείας Χαναάν και έδωκε την γην αυτών κληρονομίαν, κληρονομίαν Ισραήλ λαώ αυτού. Κύριε, το όνομα σου εις τον αιώνα και το μνημόσυνον σου εις γενεάν και γενεάν. Ότι κρινεί Κύριος τον λαόν αυτού και επί τοις δούλοις αυτού παρακληθήσεται. Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· στόμα έχουσι και ού λαλήσουσιν· οφθλαμούς έχουσι και ούκ όψονται, ώτα έχουσι και ούκ ενωτισθήσονται· ουδέ γαρ έστι πνεύμα εν τω στόματι αυτών. ΄Ομοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες απ΄ αυτοίς. Οίκος Ισραήλ, ευλογήσατε τον Κύριον· οίκος Ααρών, ευλογήσατε τον Κύριον· οίκος Λευί, ευλογήσατε τον Κύριον· οι φοβούμενοι τον Κύριον, ευλογήσατε τον Κύριον. Ευλογητός Κύριος εκ Σιών, ο κατοικών Ιερουσαλήμ.

Ψαλμός ΡΛΕ΄. 135
Εξομολογείσθε τω Κυρίω, ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσθε τω Θεώ των θεών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσθε τω Κυρίω των κυρίων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι τους ουρανούς εν συνέσει, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω ποιήσαντι φώτα μεγάλα μόνω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τον ήλιον εις εξουσίαν της ημέρας, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Την σελήνην και τους αστέρας εις εξουσίαν της νυκτός, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω πατάξαντι Αίγυπτον συν τοις πρωτοτόκοις αυτών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και εξαγαγόντι τον Ισραήλ εκ μέσου αυτών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω καταδιελόντι την Ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και εκτινάξαντι Φαραώ και την δύναμιν αυτού εις θάλασσαν Ερυθράν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω διαγαγόντι τον λαόν αυτού εν τη ερήμω, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τω πατάξαντι βασιλείς μεγάλους, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και αποκτείναντι βασιλείς κραταιούς, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και τον Ωγ βασιλέα γης Βασάν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και δόντι την γην αυτών κληρονομίαν, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Κληρονομίαν Ισραήλ δούλω αυτού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. ΌΤΙ εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Και ελυτρώσατο ημάς εκ των εχθρών ημών, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Ο διδούς τροφήν πάση σαρκί, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού. Εξομολογείσεθε τω Θεώ του ουρανού, ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού.

Ψαλμός ΡΛΣΤ΄. 136
Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών.  Επί ταις ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών· ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών και οι απαγαγόντες ημάς, ύμνον· ΄Ασατε ημίν εκ των ωδών Σιών. Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας; Εάν επιλάθωμαι σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου· κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαι την Ιερουσαλήμ, ως εν αρχή της ευφροσύνης μου. Μνήσθητι Κύριε, των υιών Εδώμ, την ημέραν Ιερουσαλήμ, των λεγόντων· Εκκενούτε, εκκενούτε, έως των θεμελίων αυτής. Θυγάτηρ Βαβυλώνος η ταλαίπωρος, μακάριος, ός ανταποδώσει σοι το ανταπόδομά σου, ό ανταπέδωκας ημίν. Μακάριος, ός κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την πέτραν.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΛΖ΄. 137
Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου και εναντίον αγγέλων ψαλώ σοι, ότι ήκουσας πάντα τα ρήματα του στόματος μου. Προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου και εξομολογήσομαι τω ονόματι σου, επί τω ελέει σου και τη αληθεία σου· ότι εμεγάλυνας επί παν το όνομα το άγιον σου. Εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαι σε, ταχύ επάκουσον μου· πολυωρήσεις με εν ψυχή μου δυνάμει σου. Εξομολογησάσθωσαν σοι, Κύριε, πάντες οι βασιλείς της γης, ότι ήκουσαν πάντα τα ρήματα του στόματος σου. Και ασάτωσαν εν ταις ωδαίς Κυρίου, ότι μεγάλη η δόξα Κυρίου, ότι υψηλός Κύριος και τα ταπεινά εφορά και τα υψηλά από μακρόθεν γινώσκει. Εάν πορευθώ εν μέσω θλίψεων, ζήσεις με· επ΄ οργήν εχθρών μου εξέτεινας χείρας σου και έσωσε με η δεξιά σου. Κύριος ανταποδώσει υπέρ εμού. Κύριε, το έλεος σου εις τον αιώνα, τα έργα των χειρών σου μη παρίδης.


 Ψαλμός ΡΛΗ΄. 138
Κύριε, εδοκίμασας με και έγνως με· συ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου· συ συνήκας τους διαλογισμους μου από μακρόθεν· την τρίβον μου και την σχοίνον μου συ εξιχνίασας και πάσας τας οδούς μου προείδες, ότι ούκ έστι δόλος εν γλώσση μου. Ιδού, Κύριε, συ έγνως πάντα, τα έσχατα και τα αρχαία· συ έπλασάς με και έθηκας επ΄ εμέ την χείρα σου. Εθαυμαστώθη η γνώσις μου εξ εμού· εκραταιώθη, ου μη δύνωμαι προς αυτήν. Πού πορευθώ από του πνεύματος σου; και από του προσώπου σου πού φύγω; Εάν αναβώ εις τον ουρανόν, συ εκεί εί· εάν καταβώ εις τον άδην, πάρει· εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγας μου κατ΄ όρθρον και κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης και γαρ εκεί η χείρ σου οδηγήσει με και καθέξει με η δεξιά σου. Και είπα· ΄Αρα σκότος καταπατήσει με· και νύξ φωτισμός εν τη τρυφή μου· ότι σκότος ού σκοτισθήσεται από σου και νύξ ως ημέρα φωτισθήσεται· ως το σκότος αυτής, ούτω και το φώς αυτής. Ότι συ εκτήσω τους νεφρούς μου, Κύριε, αντελάβου μου εκ γαστρός μητρός μου. Εξομολογήσομαι σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθης· θαυμάσια τα έργα σου και η ψυχή μου γινώσκει σφόδρα. Ούκ εκρύβη το οστούν μου από σου, ό εποίησας εν κρυφή και η υπόστασις μου εν τοις κατωτάτοις της γης· το ακατέργαστόν μου είδον οι οφθαλμοί σου και επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ημέρας πλασθήσονται και ουδείς εν αυτοίς. Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου, ο Θεός· λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών· εξαριθμήσομαι αυτούς και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται· εξηγέρθην και έτι ειμί μετά σου. Εάν αποκτείνης αμαρτωλούς, ο Θεός, άνδρες αιμάτων , εκλίνατε απ΄ εμού, ότι ερισταί έστε εις διαλογισμούς· λήψονται εις ματαιότητα τας πόλεις σου. Ουχί τους μισούντας σε, Κύριε, εμίσησα; και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην; Τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς· εις εχθρούς εγένοντο μοι. Δοκίμασόν με, ο Θεός και γνώθι την καρδίαν μου· έτασον με και γνώθι τας τρίβους μου. Και ίδε ει οδός ανομίας εν εμοί και οδήγησόν με εν οδώ αιωνία.


Ψαλμός ΡΛΘ΄. 139
Εξελού με, Κύριε, εξ ανθρώπου πονηρού, από ανδρός αδίκου ρύσαι με, οίτινες ελογίσαντο αδικίαν εν καρδία, όλην την ημέραν παρετάσσοντο πολέμους. Ηκόνησαν γλώσσαν αυτών ωσεί όφεως· ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών. Φύλαξον με, Κύριε, εκ χειρός αμαρτωλού, από ανθρώπων αδίκων εξελού με, οίτινες διελογίσαντο του υποσκελίσαι τα διαβήματα μου· έκρυψαν υπερήφανοι παγίδα μοι και σχοινίοις διέτειναν παγίδα τοις ποσί μου· εχόμενα τρίβου σκάνδαλα έθεντο μοι. Είπα τω Κυρίω· Θεός μου ει σύ· ενώτισαι, Κύριε, την φωνήν της δεήσεώς μου. Κύριε, Κύριε, δύναμις της σωτηρίας μου, επεσκίασας επί την κεφαλήν μου εν ημέρα πολέμου. Μη παραδώς με, Κύριε, από της επιθυμίας μου αμαρτωλώ· διελογίσαντο κατ΄ εμού, μη εγκαταλίπης με, μήποτε υψωθώσι. Η κεφαλή του κυκλώματος αυτών, κόπος των χειλέων αυτών καλύψει αυτούς.  Πεσούνται επ΄ αυτούς άνθρακες, εν πυρί καταβαλείς αυτούς, εν ταλαιπωρίαις ου μη υποστώσι. Ανήρ γλωσσώδης ού κατευθυνθήσεται επί της γης· άνδρα άδικον κακά θηρεύσει εις διαφθοράν. ΄Εγνων, ότι ποιήσει Κύριος την κρίσιν των πτωχών και την δίκην των πενήτων. Πλην δίκαιοι εξομολογήσονται τω ονόματι σου και κατοικήσουσιν ευθείς συν τω προσώπω σου.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΜ΄. 140
Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσον μου· πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, εν τω κεκραγέναι με προς σε. Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή. Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματι μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου. Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας, του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις. Συν ανθρώποις εργαζομένοις την ανομίαν και ου μη συνδυάσω μετά των εκλεκτών αυτών. Παιδεύσει με δίκαιος εν ελέει και ελέγξει με· έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου. Ότι έτι και η προσευχή μου εν ταις ευδοκίαις αυτών· κατεπόθησαν εχόμενα πέτρας οι κριταί αυτών. Ακούσονται τα ρήματα μου ότι ηδύνθησαν· ωσεί πάχος γης ερράγη επί της γης, διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον άδην. Ότι προς σε, Κύριε, Κύριε, οι οφθαλμοί μου· επί σοι ήλπισα, μη αντανέλης την ψυχήν μου. Φύλαξον με από παγίδος, ής συνεστήσαντο μοι και από σκανδάλων των εργαζομένων την ανομίαν. Πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί κατά μόνας ειμί εγώ, έως αν παρέλθω.

141 - 150

Ψαλμός ΡΜΑ΄. 141
Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς Κύριον εδεήθην. Εκχεώ ενώπιον αυτού την δέησιν μου· την θλίψιν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ. Εν τω εκλείπειν εξ εμού το πνεύμα μου και συ έγνως τας τρίβους μου. Εν οδώ ταύτη, ή επορευόμην, έκρυψαν παγίδα μοι. Κατενόουν εις τα δεξιά και επέβλεπον,και ούκ ήν ο επιγινώσκων με. Απώλετο φυγή απ΄ εμού,και ούκ έστιν ο εκζητών την ψυχήν μου. Εκέκραξα προς σε, Κύριε· είπα· Συ ει η ελπίς μου, μερίς μου ει εν γη ζώντων. Πρόσχες προς την δέησιν μου, ότι εταπεινώθην σφόδρα. Ρύσαι με εκ των καταδιωκόντων με, ότι εκραταιώθησαν υπέρ εμέ. Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου, του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου. Εμέ υπομένουσι δίκαιοι, έως ου ανταποδώς μοι.

Ψαλμός ΡΜΒ΄. 142
Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησιν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου· και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιον σου πας ζων. ΄Οτι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου· εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου, εκάθισε με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος· και ηκηδίασεν επ΄ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου· η ψυχή μου ως γη άνυδρος σοι. Ταχύ εισάκουσον μου, Κύριε· εξέλιπε το πνεύμα μου. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ΄ εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησον μοι το πρωί το έλεος σου, ότι επί σοι ήλπισα· Γνώρισον μοι, Κύριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε· προς σε κατέφυγον· δίδαξον με του ποιείν το θέλημα σου, ότι συ εί ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία· ένεκεν του ονόματος σου, Κύριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου· και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου. Και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου είμι.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΜΓ΄. 143
Ευλογητός Κύριος ο Θεός μου, ο διδάσκων τας χείρας μου εις παράταξιν, τους δακτύλους μου εις πόλεμον. ΄Ελεος μου και καταφυγή μου, αντιλήπτωρ μου και ρύστης μου. Υπερασπιστής μου και επ΄ αυτώ ήλπισα· ο υποτάσσων τον λαόν μου υπ΄ εμέ. Κύριε, τί έστιν άνθρωπος, ότι εγνώσθης αυτώ; ή υιός ανθρώπου, ότι λογίζη αυτώ; Άνθρωπος ματαιότητι ωμοιώθη· αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι. Κύριε, κλίνον ουρανούς και κατάβηθι· άψαι των ορέων και καπνισθήσονται. ΄Αστραψον αστραπήν και σκορπιείς αυτούς· εξαπόστειλον τα βέλη σου και συνταράξεις αυτούς. Εξαπόστειλον την χείρα σου εξ ύψους· εξελού με και ρύσαι με εξ υδάτων πολλών, εκ χειρός υιών αλλοτρίων, ων το στόμα ελάλησε ματαιότητα και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. Ο Θεός, ωδήν καινήν άσομαι σοι, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψαλώ σοι. Τω διδόντι την σωτηρίαν τοις βασιλεύσι, τω λυτρουμένω Δαυίδ τον δούλον αυτού εκ ρομφαίας πονηράς. Ρύσαι με και εξελού με εκ χειρός υιών αλλοτρίων, ων το στόμα ελάλησε ματαιότητα και η δεξιά αυτών δεξιά αδικίας. Ων οι υιοί ως νεόφυτα ιδρυμένα εν τη νεότητι αυτών· αι θυγατέρες αυτών κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ως το ομοίωμα ναού. Τα ταμεία αυτών πλήρη, εξερευγόμενα εκ τούτου εις τούτο. Τα πρόβατα αυτών πολύτοκα, πληθύνοντα εν ταις εξόδοις αυτών· οι βόες αυτών παχείς. Ούκ έστι κατάπτωμα φραγμού, ουδέ διέξοδος, ουδέ κραυγή εν ταις πλατείαις αυτών. Εμακάρισαν τον λαόν, ω ταύτα έστι· μακάριος ο λαός, ου Κύριος ο Θεός αυτού.


 Ψαλμός ΡΜΔ΄. 144
Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομα σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Καθ΄ εκάστην ημέραν ευλογήσω σε και αινέσω το όνομα σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα και της μεγαλωσύνης αυτού ούκ έστι πέρας. Γενεά και γενεά επαινέσει τα έργα σου και την δύναμιν σου απαγγελούσι. Την μεγαλοπρέπειαν της δόξης της αγιωσύνης σου λαλήσουσι και τα θαυμάσια σου διηγήσονται. Και την δύναμιν των φοβερών σου ερούσι και την μεγαλωσύνην σου διηγήσονται. Μνήμην του πλήθους της χρηστότητος σου εξερεύξονται και τη δικαιοσύνη σου αγαλλιάσονται. Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος. Χρηστός Κύριος τοις σύμπασι και οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού. Εξομολογησάσθωσαν σοι, Κύριε, πάντα τα έργα σου και οι όσιοι σου ευλογησάτωσαν σε. Δόξαν της βασιλείας σου ερούσι και την δυναστείαν σου λαλήσουσι. Του γνωρίσαι τοις υιοίς των ανθρώπων την δυναστείαν σου και την δόξαν της μεγαλοπρεπείας της βασιλείας σου. Η βασιλεία σου βασιλεία πάντων των αιώνων και η δεσποτεία σου εν πάση γενεά και γενεά. Πιστός Κύριος εν πάσι τοις λόγοις αυτού και όσιος εν πάσι τοις έργοις αυτού. Υποστηρίζει Κύριος πάντας τους καταπίπτοντας και ανορθοί πάντας τους κατερραγμένους. Οι οφθαλμοί πάντων εις σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφήν αυτών εν ευκαιρία. Ανοίγεις συ την χείρα σου και εμπιπλάς πάν ζώον ευδοκίας. Δίκαιος Κύριος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού και όσιος εν πάσι τοις έργοις αυτού. Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία. Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς. Φυλάσσει Κύριος πάντας τους αγαπώντας αυτόν και πάντας τους αμαρτωλούς εξολοθρεύσει. Αίνεσιν Κυρίου λαλήσει το στόμα μου· και ευλογείτω πάσα σαρξ το όνομα το άγιον αυτούς εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.


Ψαλμός ΡΜΕ΄. 145
Αίνει, η ψυχή μου, τον Κύριον· αινέσω Κύριον εν τη ζωή μου· ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Μή πεποίθατε επ΄ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ούκ έστι σωτηρία. Εξελεύσεται το πνεύμα αυτού και επιστρέψει εις την γην αυτού. Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού. Μακάριος, ού ο Θεός Ιακώβ βοηθός αυτού, η ελπίς αυτού επί Κύριον τον Θεόν αυτού. Τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς. Τον φυλάσσοντα αλήθειαν εις τον αιώνα, ποιούντα κρίμα τοις αδικουμένοις, διδόντα τροφήν τοις πεινώσι. Κύριος λύει πεπεδημένους· Κύριος σοφοί τυφλούς· Κύριος ανορθοί κατερραγμένους· Κύριος αγαπά δικαίους. Κύριος φυλάσσει τους προσηλύτους. Ορφανόν και χήραν αναλήψεται και οδόν αμαρτωλών αφανιεί. Βασιλεύσει Κύριος εις τον αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις γενεάν και γενεάν.

Ψαλμός ΡΜΣΤ΄. 146
Αινείτε τον Κύριον, ότι αγαθόν ψαλμός· τω Θεώ ημών ηδυνθείη αίνεσις. Οικοδομών Ιερουσαλήμ ο Κύριος, τας διασποράς του Ισραήλ επισυνάξει, ο ιώμενος τους συντετριμμένους την καρδίαν και δεσμεύων τα συντρίμματα αυτών, ο αριθμών πλήθη άστρων και πάσιν αυτοίς ονόματα καλών. Μέγας ο Κύριος ημών και μεγάλη η ισχύς αυτού και της συνέσεως αυτού ούκ έστιν αριθμός. Αναλαμβάνων πραείς ο Κύριος, ταπεινών δε αμαρτωλούς έως της γης. Εξάρξατε τω Κυρίω εν εξομολογήσει, ψάλατε τω Θεώ ημών εν κιθάρα, τω περιβάλλοντι τον ουρανόν εν νεφέλαις, τω ετοιμάζοντι τη γη υετόν· τω εξανατέλλοντι έν όρεσι χόρτον και χλόην τη δουλεία των ανθρώπων, διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν. Ούκ εν τη δυναστεία του ίππου θελήσει, ουδέ εν ταις κνήμαις του ανδρός ευδοκεί· ευδοκεί Κύριος εν τοις φοβουμένοις αυτόν και εν πάσι τοις ελπίζουσιν επί το έλεος αυτού.


Ψαλμός ΡΜΖ΄. 147
Επαίνει, Ιερουσαλήμ, τον Κύριον, αίνει τον Θεόν σου, Σιών, ότι ενίσχυσε τους μοχλούς των πυλών σου, ευλόγησε τους υιούς σου εν σοί. Ο τιθείς τα όρια σου ειρήνην και στέαρ πυρού εμπιπλών σε· ο αποστέλλων το λόγιον αυτού τη γη, έως τάχους δραμείται ο λόγος αυτού. Διδόντος χιόνα αυτού ωσεί έριον, ομιχλην ωσεί σποδόν πάσσοντος· βάλλοντος κρύσταλλον αυτού ωσεί ψωμούς, κατά πρόσωπον ψύχους αυτού τίς υποστήσεται; Εξαποστελεί τον λόγον αυτού και τήξει αυτά· πνεύσει το πνεύμα αυτού και ρυήσεται ύδατα. Ο απαγγέλλων το λόγιον αυτού τω Ιακώβ, δικαιώματα και κρίματα αυτού τω Ισραήλ. Ούκ εποίησεν ούτω παντί έθνει και τα κρίματα αυτού ούκ εδήλωσεν αυτοίς.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός ΡΜΗ΄. 148
Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών· αινείτε αυτόν εν τοις υψίστοις. Αινείτε αυτόν, πάντες οι Άγγελοι αυτού· αινείτε αυτόν πάσαι αι Δυνάμεις αυτού. Αινείτε αυτόν, ήλιος και σελήνη· αινείτε αυτόν, πάντα τα άστρα και το φως. Αινείτε αυτόν, οι ουρανοί των ουρανών και το ύδωρ το υπεράνω των ουρανών. Αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου· ότι αυτός είπε και εγενήθησαν· αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν. ΄Εστησεν αυτά εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος· πρόσταγμα έθετο και ού παρελεύσεται. Αινείτε τον Κύριον εκ της γης, δράκοντες και πάσαι άβυσσοι. Πυρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τα ποιούντα τον λόγον αυτού τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι· τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά· βασιλείς της γης και πάντες λαοί, άρχοντες και πάντες κριταί γης. Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων· αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου, ότι υψώθη το όνομα αυτού μόνου. Η εξομολόγησις αυτού επί γης και ουρανού και υψώσει κέρας λαού αυτού. Ύμνος πάσι τοις οσίοις αυτού, τοις υιοίς Ισραήλ, λαώ εγγίζοντι αυτώ.

 Ψαλμός ΡΜΘ΄. 149
Άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν, η αίνεσις αυτού εν εκκλησία οσίων. Ευφρανθήτω Ισραήλ επί τω ποιήσαντι αυτόν και οι υιοί Σιών αγαλλιάσθωσαν επί τω βασιλεί αυτών. Αινεσάτωσαν το όνομα αυτού εν χορώ, εν τυμπάνω και ψαλτηρίω ψαλάτωσαν αυτώ, ότι ευδοκεί Κύριος εν τω λαώ αυτού και υψώσει πραείς εν σωτηρία. Καυχήσονται όσιοι εν δόξη και αγαλλιάσονται επί των κοιτών αυτών. Αι υψώσεις του Θεού εν τω λάρυγγι αυτών και ρομφαίαι δίστομοι εν ταις χερσίν αυτών. Του ποιήσαι εκδίκησιν εν τοις έθνεσιν, ελεγμούς εν τοις λαοίς. Του δήσαι τους βασιλείς αυτών εν πέδαις και τους ενδόξους αυτών εν χειροπέδαις σιδηραίς. Του ποιήσαι εν αυτοίς κρίμα έγγραπτον· δόξα αύτη έσται πάσι τοις οσίοις αυτού.

Ψαλμός ΡΝ΄. 150
Αινείτε τον Θεόν εν τοις αγίοις αυτού· αινείτε αυτόν εν στερεώματι της δυνάμεως αυτού. Αινείτε αυτόν επί ταις δυναστείαις αυτού· αινείτε αυτόν κατά το πλήθος της μεγαλωσύνης αυτού. Αινείτε αυτόν εν ήχω σάλπιγγος· αινείτε αυτόν εν ψαλτηρίω και κιθάρα. Αινείτε αυτόν εν τυμπάνω και χορώ· αινείτε αυτον εν χορδαίς και οργάνω. Αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις· αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις αλαλαγμού. Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον.
Δόξα.... Και νυν.... Αλληλούια.

Ψαλμός
Μικρός ήμην εν τοις αδελφοίς μου και νεώτερος εν τω οίκω του πατρός μου· εποίμαινον τα πρόβατα του πατρός μου. Αι χείρες μου εποίησαν όργανον και οι δάκτυλοι μου ήρμοσαν ψαλτήριον· και τίς αναγγελεί τω Κυρίω μου; αυτός Κύριος, αυτός εισακούσει. Αυτός εξαπέστειλε τον άγγελον αυτού και ήρε με εκ των προβάτων του πατρός μου και έχρισε με εν τω ελαίω της χρίσεως αυτού. Οι αδελφοί μου καλοί και μεγάλοι και ούκ ευδόκησεν εν αυτοίς ο Κύριος. Εξήλθον εις συνάντησιν τω αλλοφύλω και επικατηράσατο με εν τοις ειδώλοις αυτού· εγώ δε σπασάμενος την παρ΄ αυτού μάχαιραν, απεκεφάλισα αυτόν και ήρα όνειδος εξ υιών Ισραήλ